Είμαστε στο 1095 μ.Χ. και οι Κουμάνοι, μια φυλή από αυτές που ξέρουν να καβαλάνε άλογα και να πλένονται μονάχα όταν βρέχει, κάνει επιδρομές και λεηλασίες στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, που σήμερα ονομάζουμε Βυζάντιο.
Ο Αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός ο Α’ έχει μαζέψει τα φουσάτα του κι έχει πάει κοντά στην Ανδριανούπολη όπου κι έχουν στρατοπεδεύσει, για να τους αντιμετωπίσει. Πρόθεση του είναι να τους παρασύρει σε ενέδρα, κατά τα πρότυπα άλλων νομαδικών φυλών που είχε ήδη πολεμήσει, αλλά οι Κουμάνοι είτε γιατί είναι πολύ έξυπνοι είτε πολύ χαζοί, παρατάσσονται για μάχη εκ του συστάδην.
Ενώ οι στρατοί στέκονται ο ένας απέναντι από τον άλλο, από τις τάξεις των Κουμάνων βγαίνει ένας πολεμιστής καβάλα στ’ άλογο (ο πρόμαχος/πρωταθλητής/καλύτερος όλων) και προκαλεί σε μονομαχία τον πρόμαχο των Ρωμαίων, όπως θα έκανε ο Peresvet αργότερα στο Κουλίκοβο και ο Brand Pitt στην Τροία.
Πριν ο οποιοσδήποτε κάνει το ο,τιδήποτε βγαίνει μπροστά ο ίδιος ο Αλέξιος. Ο Αλέξιος ήταν ένας ικανότατος πολεμιστής, άρτια εκπαιδευμένος, με το σωστό εξοπλισμό και μεγάλη εμπειρία από προηγούμενες μάχες όπως αυτή στο Δυρράχιο το 1081 μ. Χ. όπου τα έβαλε με τρεις Νορμανδούς ιππότες ταυτόχρονα.
Επιτείθεται αμέσως στον αντίπαλό του ο οποίος είτε δεν περίμενε ότι η πρόκλησή του θα γίνει δεκτή είτε περίμενε κάποια εθιμοτυπική λογομαχία του στυλ «ξέρεις ποιος ειμ’ εγώ ρε;» πριν αρχίσουν. Ο Αυτοκράτορας τον τρυπά πρώτα με το δόρυ και στη συνέχεια τον κατασφάζει με το ξίφος. Ή όπως το γράφει η Άννα Κομνηνή στο μνημειώδες έργο της «Αλεξιάδα»:
«Αλλά αυτός πρό πάντων όλας τας ηνίας χαλάσας τον αναζητούντα τον πόλεμον βάρβαρον πρώτως παίει δια του δόρατος και αμφί στηθέσι διαμπερές έλασας το ξίφος του ίππου κατέβαλε κατά ταν τήνι την ημέραν στρατιώτην μάλλον ή στρατηγόν εαυτόν αποδείξας.»
Αυτό επιφέρει πανικό στις τάξεις του εχθρού και οι Βυζαντινοί με αναπτερωμένο το ηθικό τους, επιτείθονται και τους κατατροπώνουν. Οι Κουμάνοι δεν ξανακούγονται από κει και μετά.