Το Βυζάντιο στην αρχή, δεν είχε ξεχωριστή γιορτή των Χριστουγέννων, αλλά η γέννηση του Χριστού γιορταζόταν συγχρόνως με τα Θεοφάνια, στις 6 Ιανουαρίου.
Αυτό άλλωστε αποτυπώνεται και στα κάλαντα των Χριστουγέννων, τα οποία ξεκινούν με τα λόγια: «Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου».
Αρκετοί πατέρες της Εκκλησίας στο Βυζάντιο και αλλού, επιθυμούσαν μια ξεχωριστή γιορτή. Υπήρχαν προτάσεις για να εορτάζεται τον Ιανουαρίο, Μάρτιο, Απρίλιο, Μάιο ή Νοέμβριο. Τελικά στα μέσα του 4ου μ.Χ. αιώνα ο Πάπας Ιούλιος Α’ εόρτασε στην Ρώμη τα Χριστούγεννα στις 25 Δεκεμβρίου.
Η απόφαση δεν ήταν τυχαία. Η Εκκλησία είχε επιδοθεί σε έναν αγώνα δρόμου αντικατάστασης όλων των ειδολολατρικών εορτών και στις 25/12 ήταν η μέρα του θεού Μίθρα ( ή Sol Invictus, Ανίκητος Ήλιος στα Λατινικά). Την ίδια περίοδο πάνω-κάτω οι Ρωμαίοι υπήκοοι τιμούσαν και τον Κρόνο (το Ρωμαίο αντίστοιχό του Saturn πιο σωστά) με τα Σατουρνάλια.
Το πρώτο επίσημο έγγραφο που αναφέρεται στην αντικατάσταση των παγανιστικών εορτασμών με τη γέννηση του Χριστού, χρονολογείται το 354 μ.Χ.
Αν και στην Δύση αυτό υιοθετήθηκε αμέσως, στις Ανατολικές επαρχίες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας οι επίσκοποι και γενικά οι χριστιανοί γιόρταζαν τα Χριστούγεννα στις 6 Ιανουαρίου έως το τέλος του 4ου μ.Χ. αιώνα. Και σχεδόν σε ολόκληρη της Ορθόδοξη Εκκλησία, μέχρι σήμερα.
Η Κωνσταντινούπολη τα γιόρτασε για πρώτη φορα το 378 ενώ η παράδοση να νηστεύουμε 40 μέρες πριν, καθιερώθηκε πολύ αργότερα, στο Βυζάντιο του 11ου αιώνα.
Νωρίς εμφανίστηκε το έθιμο της κατασκευής ενός σπηλαίου εντός του ναού, στο οποίο τοποθετούσαν ένα μικρό αγόρι, σύμβολο του νεογέννητου Χριστού. Αυτό αναφέρεται από τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο (4ος μ.Χ. αι.) και κράτησε έως το 1100.
Τότε, ο Πατριάρχης Αντιόχειας Θεόδωρος Βαλσαμών τόνισε πως ήταν αμαρτία η προσωποποίηση του Χριστού σε ένα παιδί και αποκάλεσε την παράδοση «ανθρώπινο επιτήδευμα». Οι πιστοί τον άκουσαν και το σταμάτησαν.
Οι ιπποδρομίες αποτελούσαν το κύριο και το πιο αγαπημένο άθλημα των Βυζαντινών, για αυτό τον λόγο θεσπίστηκε η διοργάνωση γιορτινών ιπποδρομιών τις ημέρες των Χριστουγέννων και συνεχίστηκε για πολλούς αιώνες παρά την αντίθεση των πατέρων της Εκκλησίας οι οποίοι έθεσαν το επιχείρημα ότι με τους αγώνες οι χριστιανοί προτιμούν τον ιππόδρομο παρά τον εκκλησιασμό.
Γρήγορα, αναπτύχθηκαν και άλλες παραδόσεις. Οι Βυζαντινοί διασκέδαζαν διακοσμώντας με λουλούδια, δεντρολίβανα και κλαδιά μυρτιάς τα σπίτια τους και τους δρόμους, κάτι που κάνει πολλούς να πιστεύουν ότι αυτή είναι και η αρχή του εθίμου του Χριστουγεννιάτικου δέντρου.
Μικροί και μεγάλοι τραγουδούσαν χριστουγεννιάτικα κάλαντα από σπίτι σε σπίτι με τη συνοδεία αυλών και συρίγγων. Ο Βυζαντινός λόγιος Ιωάννης
Τζέτζης τους χαρακτηρίζει «αγύρτες» και αναφέρει πως τα παιδιά που τραγουδούσαν κάλαντα απεύθυναν εγκώμια στους ιδιοκτήτες των σπιτιών και στη συνέχεια δέχονταν φιλοδωρήματα.
Ένα ιδιόρρυθμο έθιμο ήταν οι εορταστικές μεταμφιέσεις της εποχής. Ο λαός πλημμύριζε τους δρόμους ντυμένος με κουστούμια, που παρίσταναν άγρια ζώα, στρατιώτες καλόγερους, σάτυρους ενώ υπάρχουν αναφορές ότι πόρνες ντύνονταν καλόγριες.
Όπως καταλαβαίνετε, η Εκκλησία έβγαζε σπυριά με την τελείως ειδωλολατρική αυτή συνήθεια και στην Οικουμενική Σύνοδο του 692 μ.Χ. το καταδίκασε ομόφωνα τιμωρώντας μάλιστα, τους παπάδες που λάμβαναν μέρος σε αυτό με καθαίρεση και τους λαϊκούς με αφορισμό.
Διατηρήθηκε παρ΄ όλα ταύτα μέχρι και το 12ο αιώνα όπου καταργήθηκε από τον Πατριάρχη Λουκά Χρυσοβέργη. Οι πιστοί το μετέφεραν στην περίοδο των Αποκριών, η Εκκλησία κατάλαβε ότι δε μπορεί να το εξαφανίσει, έκανε «τα στραβά μάτια» απο κει και μετά και ησύχασε.
Στο Μέγα Παλάτιο, ο Αυτοκράτορας των Ρωμαίων ακολουθούσε μια ιδιαίτερη εθιμοτυπία. Ξεκινώντας από το Αυτοκρατορικό ανάκτορο ντυμένος με επίσημη ενδυμασία, κατευθυνόταν προς την Αγία Σοφία, όπου παρακολουθούσε τη Θεία Λειτουργία μαζί με τους ακολούθους.
Όταν η πομπή έφτανε στην εκκλησία ο Πραιπόσιτος (Επιστάτης του Ιερού Κοιτώνα) του αφαιρούσε το στέμμα από την κεφαλή. Στην είσοδο, ο Πατριάρχης υποδέχονταν τον Αυτοκράτορα και ο Αυτοκράτορας ασπάζονταν το Ιερό Ευαγγέλιο.
Μόλις εισέρχονταν στην Αγία Σοφιά ο Πατριάρχης έλεγε ευχές υπέρ του Βασιλέα, εκείνος άναβε κεριά και όλο το Βυζάντιο προσευχόταν με κατάνυξη. Όταν τελείωνε η Θεία Λειτουργία ο Βασιλέας των Ρωμαίων και η ακολουθία του πήγαιναν στο Ιερό Παλάτιο όπου εκεί ακολουθούσε ένα πλουσιοπάροχο και επίσημο γεύμα για τον Αυτοκράτορα και τους καλεσμένους του, στο οποίο συμμετείχαν και δώδεκα πένητες, όσοι και οι μαθητές του Χριστού.
Ακόμη, ο Αυτοκράτορας προχωρούσε σε αποφυλάκιση των κρατουμένων, που ήταν στη φυλακή για μη σοβαρά παραπτώματα, ενώ ταυτόχρονα πάγωνε τις συλλήψεις πολιτών για τις ημέρες των εορτών του δωδεκαημέρου.
Αξίζει να επισημανθεί ότι η αργία των Χριστουγέννων που κρατά ως τις μέρες μας κρατάει με διάταγμα του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού του Μέγα ο οποίος είναι και Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Για την έμπνευση: Scholae Palatinae Byzantine Hoplomachia
Για περισσότερα Χριστούγεννα (έστω και χωρίς Βυζάντιο): Εδώ.