Πριν από μια δεκαπενταριά χρόνια, είμαι στην αθάνατη Ελληνική επαρχία για το γάμο ενός παιδικού φίλου. Στο πάλαι ποτέ χωριό μου, το οποίον είναι κωμόπολις και κόμβος. Ο φίλος μου καίτοι παραδοσιακός καίτοι έχει μεγάλο σόι, έχει στρώσει τραπέζι για εξακόσια άτομα.
Καθόμαστε το λοιπόν σε ξύλινες τάβλες στο μέσο ενός γηπέδου, πίνουμε κανά ποτηράκι ωραιότατο κρασί για προθέρμανση και μέχρι ν’ αρχίσει το μουσικό σκέλος του γλεντιού, θυμόμαστε παλιές ιστορίες με το Γιάννη το Μανέτα και τον Κώστα το Μούτο.
Ο φίλος μου εκτός από γαμπρός είναι και μουσικός. Από πιτσιρικά που τον έβρισκες που τον έχανες, με μια κιθάρα στο χέρι. Μπορεί να ήταν και μπάσο, που να θυμάμαι τώρα. Αλλά, δεν έμεινε μόνο στο ταλέντο. Σπούδασε, εξασκήθηκε και κοπίασε, ώστε να φτάσει σ’ ένα υψηλό καλλιτεχνικό επίπεδο.
Για να τιμήσει τόσο τους καλεσμένους όσο και την τέχνη του, έχει φέρει μια ορχήστρα φίλων και συναδέλφων μουσικών. Παίρνουν θέσεις, κουρδίζουν τα όργανα και αρχίζει το πανηγύρι. Όχι όμως αυτό που ίσως φαντάζεστε.
Εδώ να τονίσω ότι εμείς οι θαμώνες, περιμένουμε ένα σόου σαν αυτά τα οποία έχουμε συνηθίσει σε όλα τα γαμήλια after που έχουμε παρευρεθεί στη ζωή μας. Φανταστείτε την έκπληξη του κοινού όταν η, εξαιρετική ομολογουμένως ορχήστρα, ξεκινά το πρόγραμμά της με τον «Καιρό των τσιγγάνων». Όχι τη διασκευή με την Πρωτοψάλτη, το ορίτζιναλ. Αυτό με τις κλαούνες και τα μοιρολόγια.
Μερικά σχόλια, μερικοί ψίθυροι αλλά η άποψη που κυριαρχεί στο πλήθος είναι ότι πρόκειται για κάποιο αρχικό τραγούδι ίσα για να συντονιστούν μεταξύ τους. Κι ότι τα καλά έρχονται μετά. Φευ! Η δεύτερη επιλογή τους είναι Ένιο Μορικόνε.
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει. Αρχίζουμε να κοιτιόμαστε μεταξύ μας σα να έχουν έρθει εξωγήινοι και μας αποκαλύπτουν ότι η σελήνη είναι όντως ένα τεράστιο διαστημόπλοιο. Μερικοί, που ήδη έχουν κατεβάσει κάμποσα ποτήρια, ξεκινούν τις διαμαρτυρίες. Αντιλαμβάνονται την όλη κατάσταση ως ασέβεια προς την παράδοση, το θεσμό του γάμου, την περιοχή και τη λαογραφία.
Η ορχήστρα βλέποντας την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, κάνει ένα μικρό διάλειμμα ώστε να συζητήσει τις επόμενες ενέργειές της. Ο γαμπρός γίνεται δέκτης διαμαρτυριών, η οχλοβοή μεγαλώνει και οι γιαγιάδες βρίσκουν ευκαιρία να ευχηθούν σε όλες τις κοπέλες και στα δικά τους.
Η κατάσταση έχει αρχίσει να εκτροχιάζεται, όταν ένας ηλικιωμένος με αρειμάνιο μουστάκι και στεντόρεια φωνή, παίρνει το λόγο και με τη χαρακτηριστική προφορά της περιοχής απευθύνεται προς το γαμπρό.
«Παίξε κάτι δκομας και σουκ να χορέιψ». (Μετάφραση: Παίξε κάτι δικό μας και σήκω να χορέψεις).
Το πλήθος αρχίζει να τον επευφημεί, αυτός ανεμίζει τα χέρια σαν τον Αντρέα στο μπαλκόνι, η ορχήστρα παίζει ένα συρτό στα τρία, ο γαμπρός σέρνει το χορό και το παραδοσιακό πανηγύρι που έμελλε να κρατήσει ως τις πρώτες πρωινές ώρες, ξεκινά.