Είμαι τις προάλλες στην ουρά έξω από μια εταιρεία κούριερ και περιμένω τη σειρά μου, γιατί θέλω να στείλω ένα δέμα στην επαρχία. Μπροστά μου στέκεται μια νεαρή γυναίκα με αθλητική περιβολή (σορτσάκι, τοπ, κάλτσες, αθλητικά) φιτ που λένε, μπροστά της ένα χλεμπονιάρης με καφέ και τσιγάρο και μπροστά απ’ όλους μας ένας μεσήλικας κύριος. Είναι τρεις υπάλληλοι μέσα στο μαγαζί, οπότε λογικά θα τελειώσουμε γρήγορα.
Περιμένοντας, η νεαρή γυναίκα πιάνει την κουβέντα με τον κακομοίρη που προηγείται στη σειρά. Αστειάκια, γελάκια, ψιλοφλερτάκι εν ολίγοις. Περιττό να πω ότι ο μπακαλιάρος έχει ενθουσιαστεί. Κάπου εκεί ανάμεσα στα χάχανα και τις φιλοφρονήσεις, αφήνει η δικιά σου να της ξεφύγει ότι «σήμερα είναι μια μέρα με τρομερή δουλειά και να δούμε πότε θα τελειώσω από δω, γιατί έχω και γυμναστική». Το τελευταίο σχόλιο το συνοδεύει δείχνοντας τα, μικροσκοπικά, ρούχα εκγύμνασης.
Θολωμένος ο κατά φαντασίαν εραστής από τα κάλλη της (αντικειμενικά, όμορφη) της παραχωρεί τη θέση του στην ουρά. Περνά το λοιπόν η femme fatale, του σκάει ένα χαμόγελο, του χαϊδεύει τον ώμο και μετά τον γειώνει κανονικά. Αυτός να έχει μείνει αποσβολωμένος κι εγώ από πίσω (που απ’ ώρα έχω καταλάβει ότι θέλει τη θέση του στην ουρά και όχι τα προσόντα του) να γελάω από μέσα μου.
Ασταμάτητη όμως η ουραρπάχτρα (sic), πλησιάζει και τον μεσήλικα, τον πρώτο της σειράς, με σκοπό να εξαλείψει όλον τον ανταγωνισμό και να τεθεί επικεφαλής. Αυτός όμως, πιο ψημένος ή πιο βαριεστημένος την απορρίπτει μία και μόνη ατάκα.
«Κοπελιά, εγώ είμαι παντρεμένος, οπότε θα περιμένεις».