Ο Διογένης, ήταν ένας γνωστός φιλόσοφος και ιδρυτής της σχολής των Κυνικών φιλοσόφων.
Ο Διογένης και οι λοιποί Κυνικοί, έφεραν το παρατσούκλι που βγαίνει από τη λέξη κύνας (σκύλος) κι έμελλε να αποτελέσει τη λέξη που δηλώνει όποιον : Χαρακτηρίζεται από παντελή έλλειψη συναισθηματικής ή ηθικής ευαισθησίας, που εκδηλώνει τις σκέψεις, τα συναισθήματα ή τις προθέσεις του χωρίς καμία προσπάθεια μετριασμού της δυσαρέσκειας που μπορεί να προκαλέσει, με πλήρη περιφρόνηση και αδιαφορία προς τους κοινά αποδεκτούς κανόνες ευπρέπειας ή ηθικής.
Ο Διογένης είναι κυρίως γνωστός από το γεγονός ότι έμενε σε ένα πιθάρι, έψαχνε άνθρωπο με το φανάρι μέρα μεσημέρι και την είπε στον Αλέξανδρο το Μακεδόνα. Ή τον Αλέκο με τα κυδώνια, κατά τον Καραγκιόζη*. Αλλά ο μακαρίτης ήταν μια αστείρευτη πηγή από τσιτάτα και γνωμικά, τα οποία πρέπει να γράψετε και να τα λέτε στις παρέες σας.
Τα προς το ζην τα έβγαζε με τη ζητιανά και τα τσάμπα συσσίτια του Δήμου. Κάποια στιγμή τον είδανε να παρακαλάει ένα άγαλμα να τον ελεήσει. Και όταν τον ρωτήσανε γιατί, απάντησε ότι εξασκείται στο να μην απογοητεύεται όταν δε του δίνουν τίποτε. Όταν του λέγανε ότι κάποιοι τον κακολογούν πίσω από την πλάτη του, απαντούσε «όταν δεν είμαι μπροστά, μπορούν και να με δέρνουν».
Μια άλλη φορά, παρακολουθούσε μιαν ατελείωτη διάλεξη κάποιου. Προφανώς γιατί έβρεχε και η ομιλία ήταν σε κλειστό χώρο. Ο τύπος έλεγε και έλεγε και τελειωμό δεν είχε. Κάποια στιγμή ο Διογένης βλέπει μια λευκή σελίδα στις σημειώσεις του και φωνάζει «αδέλφια βλέπω στεριά». Αρχίζουν να χειροκροτούν όλοι, νομίζει ο ομιλητής ότι χειροκροτούν αυτόν και σταματά.
Όταν ο Πλάτωνας έδωσε τον ορισμό του ανθρώπου σαν «ζώον, δίποδον, άπτερον» ο Διογένης του παρουσίασε έναν μαδημένο κόκορα που αναρωτιέμαι ποιος αρχαίος χασάπης τον κλαίει. Ο Πλάτωνας λοιπόν αναγκάστηκε να αλλάξει τον ορισμό σε «ζώον, δίποδον, άπτερον, πλατύνυχο».
Ο Αλέξανδρος που λέγαμε πριν, του έκανε δώρο έναν κόκκαλο λέγοντας «δώρο αντάξιο ενός σκύλου». Για να πάρει την πληρωμένη απάντηση «όχι όμως αντάξιο ενός βασιλιά». Και τέλος, μια μέρα παρακολουθούσε έναν τύπο τεραστίων διαστάσεων, σαν το μεγάλο αδελφό του Σβαρτζενέγκερ, να παίζει χάλια κιθάρα και να τραγουδάει σαν τον Παντελίδη.
Μόλις τελείωσε τον χειροκρότησε θερμά. Οι λοιποί ακροατές τον κοροϊδέψανε αλλά τους είπε ότι τον χειροκροτά γι’ αυτό που δεν κάνει. «Συγκεκριμένα, ενώ μπορεί να σας μαυρίσει όλους στο ξύλο και να ζει με τα χρήματα που θα του δίνετε για προστασία (κοινώς νταβατζιλίκι), αυτός κάθεται και παίζει κιθάρα».
*Ο Μεγαλέξαντρος και το καταραμένο φίδι.