Η ενασχόλησή μου με την ελεύθερη ραδιοφωνία, ξεκίνησε το μακρινό 1987. Τότε που στην Αθάνατη Ελληνική Επαρχία, οι αφοί Τσακαγιάννη είχαν στήσει έναν μίνι ραδιοφωνικό σταθμό και παίζανε δίσκους. Πηγαίναμε εμείς τα φαν μπόυς και τους κρατούσαμε παρέα, δίνοντας ταυτόχρονα παραγγελιές. Εγώ, καθ’ ότι πιστός στην Italo Disco από μικρός, ζητούσα το Desire των Radiorama.
Μετά το φέραν οι καιροί και το’ δειξαν οι χρόνοι και το 1993-1994 αναλαμβάνω την παραγωγή της πρώτης μου ραδιοφωνικής εκπομπής στον RADIO GENERAL. Λέω της πρώτης διότι μετά από χρόνια και μέχρι τη σήμερον ημέρα, έχω την ΚΑΙΝΗ ΕΠΟΧΗ στον BOEM RADIO (νυν De Vibe)
Υπεύθυνος, με την καλή έννοια, ήταν ένας πρώην συμμαθητής στο ΙΕΚ και παλαιότερος ραδιοφωνικός παραγωγός, ο Λεό Σμυρναίος. Επειδή δε, έπρεπε να εξασκηθώ πρώτα, μου έδωσαν την graveyard shift της Παρασκευής. Ήτοι 12 μεσάνυχτα Παρασκευής μέχρι 2 ξημερώματα Σαββάτου. Το επονομαζόμενο και Γερμανικό νούμερο στο στρατό.
Αδιάφορο. Όπως και το γεγονός ότι ελλείψει μεταφορικού μέσου και μη συγκοινωνίας γύριζα στα Πατήσια από το Πανεπιστήμιο με τα πόδια. Το μόνο πρόβλημα που είχα, ήταν να βρω υλικό για να παίζω.
Βλέπετε, η τεχνολογία που όλοι βρίζουμε και όλοι χρησιμοποιούμε, δεν είχε δημιουργήσει ακόμη τα mp3. Και η αμέσως καλύτερη εναλλακτική ήταν τα cd. Βέβαια με 15.000-20.000 δραχμές το ένα όταν ο βασικός μισθός του ανειδίκευτου εργάτη ήταν 100.000 δραχμές, δε το λες και «καλύτερη». Το cd ήταν δώρο που έκανες στο δημοφιλές παιδί του σχολείου σου, όταν σε καλούσε στη γιορτή του, για ν’ ανέβουν οι κοινωνικές σου μετοχές, όχι μέσο για να παίζεις μουσική σε σταθμό.
Υπήρχε όμως ένα δισκάδικο στην Ιπποκράτους αν θυμάμαι καλά, που λειτουργούσε σ’ ένα υπόγειο ενός καταστήματος καλλυντικών ή κάτι παρόμοιο. Εκεί αγόραζα δίσκους σε καλή κατάσταση με 1.000 δραχμές. Προτιμούσα τις συλλογές, για ευνόητους λόγους. Και παράλληλα είχα βγει στη γύρα και ζητούσα από συγγενείς και φίλους να μου δανείσουν τους δικούς τους.
Τα παράδοξο ήταν ότι όσο κοντινότεροι ήταν οι συγγενείς και φίλοι και όσο περισσότερους δίσκους είχαν που δε χρησιμοποιούσαν ποτέ, τόσο πιο απρόθυμοι ήταν να μου τους δανείσουν.
Η μόνη που μου είπε από μόνη της να πάω και να πάρω ό,τι δίσκο ήθελα (δικό της και των γονιών της), ήταν η Σπυριδούλα η Λαζαροπούλου. Φίλη «εξ’ αγχιστείας» λόγω σχέσης και κατόπιν γάμου, με έναν πολύ αγαπητό φίλο. Καλή της ώρα όπου και να είναι.
Το άρθρο αυτό λοιπόν ξεπληρώνει, στο ελάχιστο, ένα χρέος τιμής προς την ανιδιοτελή προσφορά της. Και αν άργησε χρόνια, θα επικαλεστώ το Σωκράτη που έλεγε ότι κάλιο να κάνεις κάτι αργά παρά να μην το κάνεις ποτέ.