Αγαπητό μου ημερολόγιο,
Κάθομαι στο μπαλκόνι και χαζεύω τους περαστικούς. Γιατί παρά τον περιορισμό στις μετακινήσεις, περαστικοί υπάρχουν. Και δε μιλάω γι αυτούς που κάνουν βόλτα τους σκύλους τους ή αυτούς που υποκρίνονται ότι γυμνάζονται χωρίς παρεμπιπτόντως να πείθουν κανέναν για το «εν σώματι υγιή» τους. Τους άλλους λέω, που σουλάτσαρουν πέρα δώθε.
Όπως η τετραμελής οικογένεια που περνά μόλις τώρα. Μαμά, μπαμπάς (πολύ ωραιότερος και νεώτερος από τη μαμά) μικρό παιδί και μωρό. Ούτε αποστάσεις κρατούν εν τω μεταξύ, ούτε τίποτα. Ένα κοπάδι σφιχταγκαλιασμένο, με το μωρό να υφίσταται τη μεγίστη πίεση, που φτύνει (μεταφορικά μιλώντας) στα μούτρα των μέτρων ασφαλείας, του Π.Ο.Υ. και του Τσιόδρα. Δεν ξέρω από που έρχονται γιατί σήμερα Κυριακή, σχεδόν όλα είναι κλειστά. Άσε που δεν κρατούν απολύτως τίποτε στα χέρια τους. Και σε φαρμακείο να ήταν που λέει ο λόγος, αναρωτιέμαι γιατί έπρεπε να πάνε όλοι μαζί. Το βήμα τους είναι αργό, μέχρι που ο σύζυγος παρατηρεί δύο κοριτσάκια ν’ ανεβαίνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Τότε η σύζυγος, γαβγίζοντας εντολές σα μαύρος λοχίας σε αμερικάνικη ταινία, τον αναγκάζει σχεδόν να τρέξει.
Με το που στρίβουν στη γωνία, εμφανίζεται μία γιαγιά. Κλασσική, γκρι φούστα, μαύρη ζακέτα και τσεμπέρι. Αυτή έχει και άλλοθι, έρχεται από το ΑΤΜ απέναντι. Περπατά σφίγγοντας κάτι στον κόρφο της και κοιτάζοντας γύρω γύρω σαν αγρίμι. Αίφνης, παρατηρεί ένα περίπολο δύο αστυνομικών μοτοσυκλετών, επί της κεντρικής οδού, πίσω της. Με ταχύτητα αντιστρόφως ανάλογη της ηλικίας της, ξεχύνεται σαν αίλουρος στην κατηφοριά κι εξαφανίζεται μέσα σε δευτερόλεπτα από το οπτικό μας πεδίο.
Φαντάζομαι ότι η κακομοίρα λησμόνησε ή δεν κατάφερε να εκδώσει την ειδική άδεια εξόδου, με αποτέλεσμα η θέα της εξουσίας να την τρομοκρατήσει. Πως αλλάζουν όμως οι καιροί. Κάποτε ήταν οι γιαγιάδες που μας φοβέριζαν με τον αστυνόμο για να φάμε το φαΐ μας. Τώρα τις φοβερίζουμε εμείς για να μη βγουν έξω από το σπίτι.