Η αξία των πραγμάτων είναι υποκειμενική. Στηρίζεται δε, σε μια βασική αρχή. Την ανάγκη ή την επιθυμία κάποιου να τ’ αποκτήσει. Όπως λέει κι ένας καλός μου φίλος, στην έρημο αλλάζεις έναν κουβά διαμάντια μ’ έναν κουβά νερό. Ή στέκεσαι στην ουρά για το καινούργιο smartphone.
Παλιά, πριν η πολιτική ορθότητα μας πιάσει απ’ το λαιμό, τα σχολικά βιβλία ήταν γεμάτα με νόστιμες ιστορίες που βοηθούσαν στο να κατανοήσει κάποιος το νόημα μιας φράσης ή μιας κατάστασης, διασκεδάζοντας ταυτόχρονα. Για την αξία των πραγμάτων, σας έχω την κάτωθι :
Ένας ανθρωπάκος μαθαίνει ότι στα βάθη της ανατολής, υπάρχει ένα πάμπλουτο βασίλειο που το διοικεί ένας δίκαιος και καλοφαγάς ηγεμόνας. Το μέρος είναι αποκομμένο απ’ τον υπόλοιπο κόσμο και στερείται ποικιλίας αγαθών και υπηρεσιών. Αποφασισμένος να πιάσει την καλή, φορτώνει ένα σακί κρεμμύδια βατικιώτικα στην πλάτη και δρόμο τον ανήφορο. Μόλις φτάνει, ζητά ακρόαση από την Αυτού Υψηλότητά του.
«Ω πολυχρονεμένε μου Πατισάχ, φάρε της δικαιοσύνης και προστάτη των φτωχών. Σου έφερα ένα δώρο να τιμήσω την απεραντοσύνη σου και τη μεγάλη σου κοιλιά». Και του δίνει ένα κρεμμύδι. Ο άρχοντας, μην έχοντας ξαναδεί τέτοιο ζαρζαβατικό, το καταπίνει ολόκληρο. Και τρελαίνεται από τη γεύση.
«Βάι βάι μπίρομ, τι νοστιμάδα είναι αυτή; Μα το γένι του Προφήτη δεν έχω ματαφάει τέτοια λιχουδιά στη ζωή μου. Σύρε στον Αυλάρχη μου και πες του να σου δώκει ένα σακί χρυσάφι για το καλό που μου κανες».
Γυρνά ο ανθρωπάκος πίσω στην πόλη του πλούσιος και τρανός. Από χαρά ή αγαθοσύνη, μαρτυρά σ’ έναν φίλο το μυστικό του πλουτισμού του. Εκείνος κάθεται και σκέφτεται. Αφού ο βασιλιάς δεν ξέρει τα κρεμμύδια λογικά δε θα ξέρει και τα σκόρδα. Βουτά ένα σακί και να σου τον, μπροστά στον πολυχρονεμένο.
Αφού τελειώνει με τις ρεβεράτζες, του δίνει μια σκελίδα σκόρδο να δοκιμάσει. Τι να του κάνει μια σκελίδα όμως; Αρπάζει το σακί και αρχίζει να μασά κεφάλια. Μέσα στην έκσταση και την καούρα, γυρνά στον Αυλάρχη και του δίνει εντολή.
«Δώσε σ’ αυτόν τον άνθρωπο το πιο πολύτιμο αγαθό του βασιλείου μου».
Και αυτός του δίνει τα κρεμμύδια που έχουν περισσέψει.