Η Αποκριάτικη περαντζάδα ήταν ένα έθιμο που είχαμε στην Αθάνατη Ελληνική Επαρχία, τότε που μπορούσαμε να κυκλοφορήσουμε ελεύθερα το βράδυ χωρίς κάποιος να μας απαγάγει, να μας κακοποιήσει ή να μας κάνει bullying επειδή τρώμε ψωμί με γλουτένη.
Το τελευταίο Σάββατο της Αποκριάς μαζευόμασταν παρέες παρέες και μασκαρευόμασταν. Μη φανταστείτε τίποτε επαγγελματικό όπως βλέπουμε σε cosplay events, καλή ώρα, εδώ ούτε τίποτε αγοραστό γιατί δεν ανήκαμε στην κλαδική. Οπότε ο αυτοσχεδιασμός και η φαντασία για την περαντζάδα πήγαινε σύννεφο.
Σεντόνια, ριχτάρια, φόρμες εργασίας, υφάσματα καναπέ, κουρτίνες, παντελόνια και μπλούζες από γονείς κι αδέλφια, ήταν τα ρούχα μας. Καπέλα, σκούφοι, βραχιόλια, βιντεοκασέτες, τσουγκράνες, επάργυρες φοντανιέρες τ’ αξεσουάρ μας. Βάζαμε και μία μάσκα από αυτές που μοίραζε ο Δήμος στην υποχρεωτική Αποκριάτικη Εκδήλωση που λάμβανε χώρα στην πλατεία, και είμασταν έτοιμοι.
Παίρναμε σβάρνα τα σπίτια του χωριού και διασκεδάζαμε τους νοικοκυραίους με τα πειράγματα και τα καμώματά μας. Σαν ένας αυτοσχέδιος περιοδεύων θίασος δηλαδή. Ή σαν μια παράσταση της Comedia dell Arte, για να γίνουμε και πιο κουλτουριάρηδες.
Εκείνοι εκτός από το ότι συμμετείχαν στο δρώμενο, προσπαθούσαν εν είδει διαγωνισμού, να μαντέψουν ποιος ή ποια κρυβόταν κάτω από την αλλοπρόσαλλη αμφίεση. Λέω ποιος ή ποια διότι τα γκρουπ ήταν μικτά. Στο δικό μας για παράδειγμα είχαμε τη Σπυριδούλα και τη Ντίνα.
Στο τέλος κάναμε τα αποκαλυπτήρια. ώστε να δει το φιλοθεάμον κοινό ποιοι ήταν αυτοί που τους προσέφεραν τη διασκέδαση αλλά και κατά πόσο σωστά μάντεψαν το ποιοι κρυβόταν κάτω από τα προσωπεία. Μας φιλεύαν δε, με γλυκά και ξηρούς καρπούς. Μια μικρή ανταμοιβή από μια γενιά που ήξερε να τιμά την έννοια της φιλοξενίας.
Πριν κλείσουμε τη νύχτα, καθόμασταν όλοι μαζί σ’ ένα παγκάκι και απολαμβάναμε τα κεράσματα με τα κορίτσια να παίρνουν πρώτα ό,τι ήθελαν. Διότι κάτω από το παρουσιαστικό του αγροίκου, κρύβαμε την ψυχή ενός τζέντλεμαν. Και μετά γυρίζαμε στα σπίτια μας, γεμάτοι χαρά, σχεδιάζοντας ήδη την επόμενη Αποκριάτικη περαντζάδα μας.