Κάποτε, μια δασκαλίτσα φεύγει από την Αθήνα διότι έχει διοριστεί στην αθάνατη Ελληνική επαρχία.
Εκεί στο συμπαθητικό χωριό, μένει στο σπίτι μιας συμπαθητικής γιαγιάς η οποία την καλοδέχεται τιμώντας το πανάρχαιο έθιμο της φιλοξενίας και τον Ξένιο Δία. Η δασκαλίτσα, μην έχοντας και παρέες, την καλεί την πρώτη του μήνα να την κεράσει ένα καφέ για το καλό.
Ενώ βράζει ο καφές της βγάζει για κέρασμα ένα δίσκο μ’ ένα μπολ γεμάτο σπιτικό γλυκό του κουταλιού, ένα ποτήρι νερό κι ένα κουταλάκι. Η δασκαλίτσα πηγαίνει στην κουζίνα μη χυθεί ο καφές κι αφήνει για λίγο τη γιαγιά μονάχη.
Σημαντική λεπτομέρεια. Στην Αθήνα τότε συνήθιζαν να σερβίρουν το κέρασμα ως εξής: Έφερναν το μπολ με το γλυκό, έπαιρνε ο κάθε καλεσμένος μια κουταλιά με το δικό του κουταλάκι, άφηνε το κουταλάκι στο δίσκο κι έπινε μια γουλιά νερό από το δικό του ποτήρι. Μετά η οικοδέσποινα έφευγε με όλο το σετ.
Η γιαγιά δεν το ήξερε το εθιμοτυπικό. Βάζει λοιπόν κάτω το γλυκό και του αλλάζει τον αδόξαστο, μονάχα το σιρόπι άφησε. Γυρίζει η δασκαλίτσα με τους καφέδες, το βλέπει, παθαίνει ένα μικρό πολιτισμικό σοκ.
Και σα να μην ήταν αρκετό αυτό, γυρίζει η γιαγιά και της λέει:
«Μήπως έχεις λίγο ψωμάκι να μαζέψω το σιρόπι;»
Και καλό μήνα.