-Και ξέρεις να κολυμπάς;
-Σα γαλέος.
-Οι δικοί σου;
-Όλοι νεκροί. Οι Αγαρηνοί δεν λυπήθηκαν κανένα τους.
-Εσύ πως γλύτωσες;
-Ήμουν καλός στο κρυφτό.
-Σύρε να ετοιμαστείς. Σε δύο ώρες σαλπάρουμε.
Ο νεαρός φεύγει τρέχοντας. Είναι δεν είναι 16 χρονώ, με κατάμαυρα μαλλιά και εξίσου μαύρα μάτια. Ο καπετάνιος βγάζει λίγο καπνό και χαρτί από το ζωνάρι του και στρίβει τσιγάρο. Τραβά μια ρουφηξιά που την πνίγει μέσα σ’ έναν έντονο βήχα.
-Αυτό το πράμα θα σε σκοτώσει πριν τους Τούρκους.
-Αν πετύχουμε, σου υπόσχομαι να το κόψω μαχαίρι.
-Βρε Κωνσταντή, το’ χεις σκεφτεί καλά αυτό που πας να κάνεις;
-Αν είναι να χτυπήσεις τον εχθρό, κάντον να πονέσει πραγματικά. Κι η Ναυαρχίδα του Καρά-Αλή, θα τους πονέσει όσο δεν πάει.
-Δε λέω, μεγάλος στόχος αλλά μικρός γδικιωμός. Αυτοί ξεπάστρεψαν όλη τη Χίο. Τη ζημιά θα τους κάνει να χάσουν ως δυο χιλιάδες;
-Αυτοί μας στέρησαν σαράντα χιλιάδες ξωμάχους και γυναικόπαιδα κι εμείς θα τους στερήσουμε δυο χιλιάδες εμπειροπόλεμους στρατιώτες. Αν βάλεις μαζί κι έναν από τους αξιότερους ναυάρχους που έχει ο Σουλτάνος, ποιος έχει χάσει τα πιο πολλά;
-Είσαι σκληρός Κωνσταντή.
-Τώρα έχω έναν πόλεμο να κερδίσω. Αργότερα μαλακώνω πάλε.
-Και τον μικρο θα τον πάρεις μαζί σου;
-Ποιο μικρό; Κοτζάμ άντρας είναι. Παραγέρασες παλιέ μου φίλε και τους βλέπεις όλους μικρούς.
Ο φίλος του Κανάρη, ο Γιώργης ο επονομαζόμενος και Συνοδοιπόρος, γελά δυνατά με το χωρατό. Ξέρει ότι ο φίλος του δεν τον παρεξηγεί για τα λόγια που του λέει. Ξέρει, ότι το κάνει από την αγάπη που του’χει. Και ο ίδιος άλλωστε δεν είναι ξένος ούτε με τον αγώνα ούτε με τις θηριωδίες των Οθωμανών.
-Κοτζάμ άντρας αλλά δεν έχει ιδέα από μπουρλότα.
-Φτάνει το μίσος στα μάτια του.
-Εσύ ξέρεις καλύτερα. Με το καλό να γυρίσεις αδελφέ. Κι αν δε γυρίσεις, καλό Χάρο.
Έξι πλεούμενα, για έξι μέρες, παλεύουν με τη θάλασσα. Τα δύο πυρπολικά βρίσκονται πάντοτε ανάμεσα στα τέσσερα πλοία συνοδείας. Αν τους επιτεθεί ο εχθρός, αυτά είναι που θα τον συγκρατήσουν μέχρι οι δύο καπεταναίοι, ο Κανάρης και ο Πιπίνος να οδηγήσουν τα πλοία τους σε ασφαλές μέρος. Γιατί όσο αξίζουν τα δύο πυρπολικά δεν αξίζει ο μισός στόλος.
Αθόρυβα σα γάτες γλυστράν στα σκοταδιασμένα νερά σε απόσταση αναπνοής από τον Τούρκικο στόλο. Η Ναυαρχίδα είναι κατάφωτη και καθώς πλησιάζουν, ακούν τους ναύτες να τραγουδούν δυνατά. Γιορτάζουν το Μπαϊράμι τους και ο Ναύαρχος έχει στρώσει τρελό τσιμπούσι για το πλήρωμά του. Σίγουρα ο δυτικοθρεμένος Καρά-Αλή, θα έχει μοιράσει και κάμποσο κονιάκ μαζί με το νερό και το τσάι.
Οι σύντροφοι του Κανάρη παίρνουν θέση. Χρόνια μαζί, συνεννοούνται πια χωρίς να μιλούν, χωρίς καλά-καλά να κοιτάζονται. Ακόμη και η τελευταία προσθήκη στην ομάδα, ο νεαρός Χιώτης, έχει πάρει το πόστο που του έχουν δώσει.
Το πυρπολικό είναι ελαφρύ πάνω ώστε να πότισει από τα εύφλεκτα υλικά και βαρύ κάτω για ν’ αντέξει το φόρτωμα των βαρελιών με το μπαρούτι. Γι’ αυτό και κουμαντάρεται δύσκολα, ακόμη και από τον καλύτερο τιμονιέρη. Ο νεαρός Χιώτης παίζει το ρόλο ενός «μπροστά τιμονιού» που λέει και ο καπετάνιος. Δεμένος με ένα σχοινί από το ακρόπλωρο, κολυμπά προπορευόμενος, προσπαθώντας όσο μπορεί να ισιώσει την πορεία του.
Έχουν πιάσει τα πλευρά της Ναυαρχίδας χωρίς κανείς να τους πάρει χαμπάρι. Οι φρουροί είναι ορατοί στην άκρη του καταστρώματος αλλά το μυαλό τους τρέχει στο πότε θα έρθουν οι αλλαγές τους, να γλεντήσουν κι αυτοί λίγο.
Το πυρπολικό, το «ηφαίστειο» όπως το φωνάζουν οι ναύτες του, έχει αρχίσει να κολλά επάνω στο τεράστιο σκαρί της Ναυαρχίδας. Το ρόλο της κόλλας παίζουν υγρή πίσσα και ρετσίνι που το πλήρωμα απλώνει επάνω στα ξύλα. Ο Κανάρης κάνει ένα νεύμα στο νεαρό Χιώτη ο οποίος βγάζει από ένα δισάκι στην πλάτη του μια μικρή άγκυρα. Τη δένει στο σχοινί που πριν έδενε τη μέση του και την καρφώνει στο πλοίο. Μετά, με γοργές απλωτές, γυρνά στο μπουρλότο.
Οι σύντροφοί τον χτυπούν φιλικά στην πλάτη, αποχαιρετούν ένας ένας το «ηφαίστειο» χαϊδεύοντας το κατάρτι και γλιστρούν στο νερό. Αυτός που έχει το προνόμιο ν’ ανάψει τη φωτιά είναι ο ίδιος που έχει την υποχρέωση να εγκαταλείψει το πλοίο τελευταίος. Ο καπετάνιος. Αλλά ο Κωνσταντής δεν είναι μόνος του. Ο νεαρός στέκεται δίπλα του τρέμοντας ελαφρά κάτω από τα βρεγμένα ρούχα.
-Φύγε, έχεις κάνει ήδη αρκετά.
-Όχι όσα πρέπει.
-Ακούς τις φωνές από κει; Ο Πιπίνος δεν κατάφερε να κολλήσει καλά το μπουρλότο του και οι Τούρκοι το πήραν είδηση. Σε λίγο και οι «δικοί» μας θα καταλάβουν ότι κάτι τρέχει. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει πρώτα να βεβαιωθώ ότι το μπουρλότο μου έχει πιάσει καλά και μετά να πέσω στη θάλασσα.
-Είσαι ο αρχηγός και ο λόγος σου είναι νόμος. Αλλά με όλο το σέβας που σου’ χω δε μπορείς να μου αρνηθείς το δικαίωμα στη φωτιά.
Ο Πλοίαρχος μένει για λίγο σκεφτικός. Κατόπιν σκίζει στα δύο το δαδί που κρατά και δίνει το ένα κομμάτι στο συμπολεμιστή του. Τ’ ανάβει με τσακμακόπετρα και ίσκα, του κάνει ένα νεύμα και ταυτόχρονα τα πετάν.
Καθώς τους χτυπά η ζέστη στα πρόσωπα, βλέπουν τους ναύτες να τρέχουν πανικόβλητοι, δείχνοντας τη φλόγα που ανεβαίνει γοργά προς το μέρος τους. Και χαμογελούν.