«Θέλετε λίγο σταράκι;» Η νεαρή γυναίκα στέκεται έξω από το ναό του Αγίου Κωνσταντίνου και προσφέρει «σταράκι» (τα κόλλυβα που λένε) στους περαστικούς. Αυτοί, μάλλον λόγω του κορονοϊού που έχει σπείρει τρόμο στην κοινωνία, το αποφεύγουν περισσότερο ή λιγότερο διακριτικά. Τη βλέπεις ότι στεναχωριέται που οι περαστικοί δε δέχονται το μικρό πεντακάθαρο κυπελάκι με το «συγχώριο».
Όταν φτάνει σε μένα, πριν καλά καλά ολοκληρώσει την ερώτησή της, το κυπελάκι με το εξίσου πεντακάθαρο πλαστικό κουτάλι, είναι στα χέρια μου. Ένα «Θιος σχωρές τους δικούς σας» είναι αρκετό για να φωτίσει το πρόσωπό της. Φαίνεται χειροποίητο, χωρίς τσιγκουνιές στη ζάχαρη, την κανέλα και τους ξηρούς καρπούς. Η πρώτη μπουκιά το επιβεβαιώνει. Και μαζί, γιατί το μυαλό είναι παράξενο εργαλείο, ξυπνά και μια μνήμη.
Τότε, στην Αθάνατη Ελληνική Επαρχία, τέτοιες μέρες ψυχοσάββατων. Να στεκόμαστε εκεί στη διχάλα του δρόμου όλη η πιτσιρικαρία περιμένοντας τις γυναίκες να γυρίσουν από τον Άη Βησσάρη, μετά το πέρας την λειτουργίας. Με καλάθια (καλαθούνες όχι αστεία) γεμάτα σταράκι, καλυμμένα με ολόλευκα τραπεζομάντηλα, άσπρες κλασικές χαρτοπετσέτες κι ένα πιατάκι του καφέ, να παίζει το ρόλο της σέσουλας. Να μοιράζουν σε όλους μας αυτήν τη μικρή αλλά πανάρχαια αναίμακτη προσφορά, ζητώντας μας μέσα από ένα «Θιος σχωρέστους», να μπούμε διαμεσολαβητές προς το Θεό και όπως ησύχασε τα θνητά κορμιά των δικών τους από τα βάσανα, έτσι να ησυχάσει και την ψυχή τους.
Συγκινήθηκα, αλήθεια σας λέω. Παραλίγο να με πάρουν και τα ζουμιά. Όμως σκέφτηκα ότι αν πάω στο μετρό με μάτια κλαμένα, θα με πάρουν όλοι για άρρωστο και όχι στο βαγόνι δε θα με αφήσουν να μπω, στις ράγες θα με πετάξουν να με πατήσει το τρένο. Άσε δε και το άλλο, στις όμορφες μνήμες ταιριάζουν τα χαμόγελα και όχι τα δάκρυα.