Το καλοκαίρι ο βιότοπος των μεγαλουπόλεων αλλάζει, με αποτέλεσμα τα είδη και τα υποείδη που κυκλοφορούν σ’ αυτόν να παθαίνουν συμπεριφορικές μεταλλάξεις.
Πόσο μάλλον αυτό το καλοκαίρι που η πλειοψηφία των παροικούντων σ’ αυτήν τη χώρα είναι σε mood Μαντώς: αυτό το καλοκαίρι.
Η βασικότερη διαφορά, με τη συμβολή σ’ αυτό και της on off καραντίνας των τελευταίων μηνών, που κάποιος μπορεί να διακρίνει στο πλήθος, είναι μία δραματική πτώση της όρεξης για δημόσιους διαπληκτισμούς. Που οι παλιές καλές, πρόσφατες εποχές όταν για ψύλλου πήδημα οι περαστικοί, οδηγοί, περιπατητές ξεκινούσαν θορυβώδεις διενέξεις με μπόλικες απειλές και, φυσικά, μηδέν ξύλο.
Τις προάλλες ας πούμε, είμαι πάνω στο μεταλλικό μου πόνυ και διασχίζω μια περιοχή κοντά στους Θρακομακεδόνες. Ωραία περιοχή, rural, μέχρι κατσίκες έχει. Κάπου εκεί λοιπόν υπάρχει ένα στενό κομμάτι δρόμου που διασταυρώνεται με μια μονή ράγα τρένου. Λειτουργική ή όχι θα σας γελάσω, ικανή πάντως ν’ αναγκάζει τους οδηγούς να κόβουν αρκετή ταχύτητα για να τη διασχίσουν.
Δεδομένου δε ότι από το σημείο διέρχονται (και από τα δύο ρεύματα) βαρέα οχήματα, η κυκλοφορία γίνεται αφενός δυσκολότερη και αφετέρου απαιτεί έξτρα προσοχή. Προσοχή που δε δείχνει οδηγός μοτοσυκλέτας προσπαθώντας να στριμωχθεί ανάμεσα σε δύο φορτηγά και να περάσει τη διασαύρωση, παραβιάζοντας τουλάχιστον έξι κανόνες οδικής κυκλοφορίας.
Η μοτοσυκλέτα του όμως είναι αρκετά μεγάλη για το σημείο διείσδυσης με αποτέλεσμα όχι μόνο να μην περάσει ο ίδιος αλλά να κολλήσει την κυκλοφορία των δύο φορτηγών και, κατ’ επέκτασιν, όλων των υπολοίπων οχημάτων. Ο μόνος τρόπος να ξεκολλήσουμε είναι να κάνει πίσω, να φύγει το φορτηγό της απέναντι λωρίδας και μετά αυτό που βρίσκεται στη δική μας. Όμως δεν το κάνει.
Παραδόξως, ούτε φωνές, ούτε κορναρίσματα, ούτε καντήλια, λες και δε βρισκόμαστε λίγο παρακάτω από το Μενίδι αλλά στη Βουλή των Λόρδων όταν μιλά η Βασίλισσα. Το κομβόι περιμένει στωικά μέχρι να δώσει λύση κάποιος Deus ex machina. Και δεν έχουν άδικο μιας και από μηχανής θεός, παρεμβαίνει όντως από μία μηχανή.
Συγκεκριμένα ο ένας φορτηγατζής βγάζει το χέρι του από το παράθυρο κρατώντας ένα μπουκάλι νερό και λούζει το μηχανόβιο ψάλλοντας «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε». Ο μηχανάκιας, που δε φορά και κράνος, αιφνιδιάζεται τόσο από την ξαφνική δροσιά όσο και από τις επευφημίες του πλήθους. Αλλά, χωρίς κι αυτός να θυμώσει, κάνει όπισθεν, τα φορτηγά ξεκολλάνε και όλοι παίρνουμε, αρκετά πολιτισμένα για τα δεδομένα της κοινωνίας μας, δρόμο.