ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΩΤΗ
Καυτό βράδυ καλοκαιριού, ρεμβάζω στο μπαλκόνι. Καθ’ ότι Παρασκευή προς Σάββατο, στη γειτονιά επικρατεί μια σπάνια ησυχία. Ένα μικρό αυτοκίνητο παρκάρει κάτω από το μπαλκόνι και δύο ζευγάρια, βγαίνουν από αυτό.
Η οδηγός, πιτσιρίκα με ιδιαίτερα δυνατή φωνή, καλεί τον ένα νεαρό της παρέας, που στέκεται δίπλα στο όχημα, να κλείσει την πίσω πόρτα. Αυτός, απασχολημένος με κάτι στο κινητό του, δεν της δίνει σημασία.
Αυτή, περπατώντας προς την είσοδο παρακείμενης πολυκατοικίας, επαναλαμβάνει την παράκληση/απαίτησή της χωρίς αποτέλεσμα. Ώσπου να φτάσει στην είσοδο της πολυκατοικίας, ουρλιάζει κυριολεκτικά στο νεαρό. Εκείνος, παρά το γεγονός ότι η φίλη του είναι ένα βήμα πριν το νευρικό κλονισμό, συνεχίζει ατάραχος να κάνει ό,τι κάνει.
Τη λύση δίνει ένας κυριούλης με λευκή αμάνικη φανέλα και λευκό σώβρακο, που εξέρχεται από τη μοναδική μονοκατοικία της γειτονιάς, κλείνει την πόρτα του αυτοκινήτου και επιστρέφει σπίτι του.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗ
Μεσημέρι καλοκαιριού, ντάλα ήλιος, 600 βαθμοί κελσίου. Η ΔΕΗ έχει προβεί σε διακοπή ρεύματος λόγω βλάβης στο σύστημα και χωρίς το απαραίτητο πλέον κλιματιστικό, ένα ολόκληρο τετράγωνο υποφέρει. Οι ζωντανοί-νεκροί κάτοικοι, προσπαθούν να δροσιστούν με βεντάλιες, ανεμιστήρες και παγάκια.
Σα να μην έφτανε το μαρτύριο της ζέστης, ένας ερωτοχτυπημένος και προφανώς παρατημένος περίοικος, αποφασίζει να δηλώσει τον πόνο του βγάζοντας το κασετόφωνο στο μπαλκόνι και παίζοντας καψουροτράγουδα στη διαπασών. Τρεις η ώρα το μεσημέρι. Κάπως έτσι δημιουργούνται οι κατά συρροήν δολοφόνοι.
Τη λύση δίνει ένας άλλος κυριούλης, πιο ντυμένος. Από το δικό του μπαλκόνι, γέρνοντας ελαφρώς στο κάγκελο για το εφέ απευθύνεται στον καψούρη ως εξής : «Παλικάρι, όσο Γονίδη και να βαρέσεις, με άλλον λιάζεται τώρα»
Η μουσική σταματά. Για πάντα.
Σχόλια 1