Στάχτη και αποκαΐδια από άκρου σ’ άκρον της χώρας. Μια φωτιά σβήνει και δύο ξεπηδούν στη θέση της σαν τα κεφάλια της Ύδρας χωρίς κάποιος Ηρακλής ν’ αχνοφαίνεται έστω, στον ορίζοντα.
Επαγγελματίες κι ερασιτέχνες έχουν πέσει με τα μούτρα στην αντιμετώπιση των πυρκαγιών προσπαθώντας να σταματήσουν, να περιορίσουν ή να σώσουν ό,τι σώζεται από το κακό. Κάποιοι άλλοι στεγάζουν ανθρώπους και ζώα που έχασαν τα σπίτια τους, μαζεύουν προμήθειες, ενημερώνουν και συντονίζουν από τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης.
Υπάρχουν φυσικά και αυτοί όπου χαίρονται για την καταστροφή. Είτε γιατί «δικαιώνονται» είτε γιατί ματώνει ο «εχθρός» είτε γιατί μισούν τ’ άντερά τους. Τους αναφέρουμε χάριν της ιστορίας αλλά δε μας ενδιαφέρουν.
Η σελίδα επιμένει ότι αυτό που συμβαίνει στη χώρα (καθώς και σε άλλες χώρες) είναι πόλεμος και για περισσότερα διαβάστε κι εδώ. Η ερώτηση όμως παραμένει. Και τώρα τι; Γι’ αυτό έχει απαντήση ο Νίκος Καζαντζάκης σ’ ενα του απόσπασμα στην «Αναφορά στον Γκρέγκο».
Είναι Δεκαπενταύγουστος, έχουν απλώσει τη σταφίδα να στεγνώσει αλλά πιάνει βροχή και παρά τις φιλότιμες προσπάθειες όλων τους, η παραγωγή τους καταστρέφεται, επιφέροντας ένα τεράστιο πλήγμα στο οικογενειακό τους εισόδημα. Ο Καζαντζάκης θέλοντας για πρώτη φορά στη ζωή του να δει τον σκληροτράχηλο πατέρα του να εκφράζει κάποιο συναίσθημα τρέχει προς το μέρος του:
«Τον είδα να στέκεται στο κατώφλι ακίνητος, και δάγκανε τα μουστάκια του. Πίσω του, όρθια, η μητέρα μου έκλαιγε.
-Πατέρα, φώναξα, πάει η σταφίδα μας!
-Εμείς δεν πάμε, μου αποκρίθηκε, σώπα!»