Η Ευρυδίκη και ο πατέρας Μάξιμος κάθονται αμίλητοι, στις δερμάτινες πολυθρόνες. Μεγάλες κούπες καφέ και χειροποίητα κουλουράκια βρίσκονται απλωμένα μπροστά τους, επάνω στο χαμηλό τραπέζι από ξύλο τριανταφυλλιάς.
‘’ Το πρώτο πράγμα που έμαθα σαν παπάς είναι ότι τα θαύματα κρατάνε δύο μέρες και τα μεγάλα τρεις. Να το ξέρεις Ευρυδίκη, αν με φώναζε οποιοσδήποτε άλλος να μου πει αυτά που μου είπες, θα τον έστελνα στο τρελοκομείο. Ή τουλάχιστον θα του πάταγα έναν περιποιημένο εξορκισμό’’.
‘’Ο εξορκισμός μπορεί και να χρειαστεί Μάξιμε. Δεν είμαι σίγουρη αν όλα αυτά έρχονται από το χέρι του Θεού ή του διαβόλου’’.
’’Ο Θεός και ο διάβολος Ευρυδίκη, έχουν σημαντικότερες δουλειές ν’ ασχοληθούν, από ένα κορίτσι στη μέση του πουθενά’’.
‘’Και τότε τι είναι; Τι λένε τα ιερά σου βιβλία;’’
‘’Τι να πούνε και αυτά; Γραφτήκανε πριν από δύο χιλιάδες χρόνια. Πόσοι άνθρωποι, σαν τη μικρή, εμφανίστηκαν μέσα σε αυτό το διάστημα, για να χρειαστούν προσθήκες;’’
‘’Δωσ’ μου μια συμβουλή. Πες μου τι να κάνω. Εκτός από το φόβο μου, έχω και τον άντρα μου που ονειρεύεται εκατομμύρια. Η τσέπη του Νικήτα είναι πάντοτε εμπόδιο για την καρδιά του.’’
‘’Η συμβουλή που έχω να σου δώσω είναι, άσε να δούμε για λίγο που θα πάει το πράμα από μόνο του. Πάντως, για να σε καθησυχάσω, αν ήταν δαιμόνου χέρι στη μέση, η μικρή ούτε στην εκκλησία θα πάταγε το πόδι της ούτε περισσότερο, θα κοινωνούσε Κυριακή παρά Κυριακή’’.
Η γυναίκα δε δείχνει να πείθεται εντελώς, αλλά από σεβασμό δε λέει τίποτε. Ο Μάξιμος τελειώνει τον καφέ του και αποχωρεί. Περπατά στον κεντρικό δρόμο του χωριού, ευλογώντας παράλληλα όποιον συναντά, και σκέφτεται.
Εκτός από το Θεό, είναι πάντα ορθολογιστής. Δεν πιστεύει σε όνειρα, φαντάσματα, θαύματα κάθε λογής. Πολλές φορές ακόμη και αυτά που γράφει το Ευαγγέλιο του μοιάζουν σαν αλληγορικές ιστορίες. Διδακτικά παραμύθια για να κατανοήσουν οι αγροίκοι και οι νήπιοι, το αληθινό νόημα της ύπαρξης.
Τα δύο στοιχεία που τον κάνουν να μην αποκλείει την ελάχιστη πιθανότητα ότι όλα αυτά δεν είναι τελείως ψέματα, είναι η σοβαρότητα που διακρίνει την Ευρυδίκη και το γεγονός ότι ο άντρας της μπλέκεται μόνο σε δουλειές με εξασφαλισμένη επιτυχία.
Απορροφημένος στις σκέψεις του, δεν παρατηρεί τη μικροσκοπική σιλουέτα που στέκεται δίπλα του χαμογελαστή. Ένα τράβηγμα στο ράσο τον κάνει να στρέψει χαμηλά το κεφάλι του.
‘’Μαρία καλή μου, με τρόμαξες’’.
Το κορίτσι τον κοιτά, χαρίζοντάς του ένα από εκείνα τα κακάσχημα και συνάμα γοητευτικά χαμόγελά του. Ο Μάξιμος κάνει ασυναίσθητα ένα βήμα πίσω, δημιουργώντας κενό μεταξύ τους. Η Μαρία, με αρκετά μικρά δικά της, τον πλησιάζει ξανά. Αυτό γίνεται δύο ακόμη φορές, διασκεδάζοντας απίστευτα το μικρό κορίτσι που το εκλαμβάνει σαν παιχνίδι. Ο πελώριος Μάξιμος αρχίζει να νιώθει κωμικός με όλη αυτήν τη χορογραφία. Τελικά, η κουβέντα που έκανε πριν, τον έχει επηρεάσει βαθύτερα απ’ όσο θέλει να παραδεχτεί. Ξεδιπλώνει όλο το επιβλητικό του παράστημα, κάνοντας το κορίτσι να μοιάζει μικροσκοπικό μπροστά του και χρησιμοποιεί τη βροντερή του φωνή. Αυτή που ενθουσιάζει το εκκλησίασμα στα κηρύγματά του.
‘’Τι κάνεις εδώ μικρή γυρίστρω;’’
‘’Μικρή γυρίστρω! Τι αστείο! ! ! ! ! Να, πήγα να πάρω λίγες πατάτες για το μεσημέρι. Σήμερα ο πατέρας θα μαγειρέψει γιαχνί. Έλα να φάμε’’.
‘’Είσαι η πιο ευγενική απ’ όλες τις ενορίτισσές μου. Αλλά η παπαδιά με θέλει σπίτι και ξέρεις πως είστε εσείς οι γυναίκες όταν θέλετε κάτι από εμάς τους άντρες. Θα έλθω μία άλλη φορά. Άσε να σου κρατήσω τη σακούλα μέχρι τη διχάλα που θα περπατήσουμε μαζί’’.
Με προθυμία του δίνει τη χάρτινη σακούλα με τις λιγοστές πατάτες και προχωρά, μάλλον χοροπηδά, προπορευόμενη. Ο Μάξιμος ακολουθεί χαζεύοντας την ξεγνοιασιά που ξεχύνεται από τις κοτσίδες της καθώς ανεμίζουν σε κάθε της βήμα. Πόσο δίκιο είχε το Αφεντικό όταν είπε άφετε τα παιδία και μη κωλύετε αυτά ελθείν προς με, των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών.
Η απόσταση που έχουν να διανύσουν παρέα δεν ξεπερνά τα διακόσια μέτρα. Η διχάλα, το τελικό κοινό τους σημείο, οριοθετεί ουσιαστικά ένα αόρατο σύνορο του χωριού. Από τη μια, ο παλιός οικισμός με τις καλύβες και τα χωράφια, εκεί που μένει η Μαρία και οι περισσότεροι χωριανοί. Από την άλλη ο καινούργιος με το ηλεκτρικό και τις εσωτερικές αποχετεύσεις. Εκεί που μένουν οι πιο ευκατάστατοι. Οι κεφαλές του χωριού, έχουν έναν δικό τους, άτυπο, μακριά από τους δύο αυτούς. Ένα άβατο με δικούς του κανόνες εισόδου και διαμονής.
Έχουν διασχίσει σχεδόν τη μισή απόσταση όταν ο Μάξιμος αρχίζει να νιώθει κάτι στο δεξί του χέρι, αυτό που κρατά τη σακούλα. Ξεκινά σαν ένα ανεπαίσθητο μούδιασμα που γρήγορα εξελίσσεται σε επώδυνη ενόχληση. Οι φουσκωμένοι δικέφαλοί του αρχίζουν να τρίζουν και τα δάχτυλά του να τρέμουν από ένα βάρος που δεν υπάρχει. Το σώμα του, ποτισμένο από την εμπειρία χρόνων γυμναστικής, του λέει ότι κρατά περισσότερα από 50 κιλά. Τα μάτια του όμως βλέπουν έξι μίζερες πατάτες σε μία χάρτινη τσάντα.
Ξαφνιασμένος, βάζει για στήριξη το αριστερό του και χαμηλώνει το κέντρο βάρους του με μια κραυγή, για να εκπνεύσει τον περισσευούμενο αέρα που παγιδεύτηκε στους πνεύμονές του. Η μικρή γυρίζει απότομα, τον πλησιάζει και του παίρνει τη σακούλα, με το μικρό της χεράκι.
‘’Πατέρα Μάξιμε είσαι τόσο αστείος. Τα σέβη μου στην παπαδιά’’.
Εξαφανίζεται στη δική της μεριά, αφήνοντας τον άντρα να τρέμει σύγκορμος. Όταν, μετά από ώρα γυρίζει σπίτι του, έχει ανακτήσει πλήρως την ψυχραιμία του. Τρώει σα να μην έχει συμβεί τίποτε αξιοπερίεργο και συμφωνεί με χαρά στην πρόταση της γυναίκας του να επισκεφθεί για λίγες ημέρες την αδελφή της στην Αθήνα. Το βράδυ, όταν αυτή έχει πλέον κοιμηθεί, γλυστρά αθόρυβα από τη συζυγική κλίνη και μπαίνει στο ιερό του ναού του. Γονατίζει μπροστά στην αγία τράπεζα, σηκώνει το κάλυμμα και βγάζει ένα ξύλινο κουτί από μία αυτοσχέδια θήκη, βιδωμένη στο κάτω μέρος της.
Το ανοίγει διστακτικά και μετά από χρόνια, χαϊδεύει το παλιό του περίστροφο.