Ο Κωνσταντίνος παίρνει μια πέτρα στο χέρι του και την πετά στα παγωμένα νερά του Τίβερη, παρακολουθώντας αφηρημένος τους παφλασμούς που κάνει πριν βυθιστεί. Ο πιστός του υπηρέτης ο Κάλβος, στέκεται δύο βήματα πίσω του.
Κρατά στα χέρια του έναν μανδύα προσπαθώντας άδικα να τον ρίξει στους ώμους του αφέντη του. Ακόμη και μετά από τόσα χρόνια, μπροστά του δε βλέπει τον άνθρωπο που διεκδικεί το θρόνο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας αλλά το μικρό, βρώμικο, χαμογελαστό αγόρι. Γι’ αυτόν, το ενδεχόμενο να κρυώσει, είναι πιο σημαντικό από το αντίπαλο στρατό που καραδοκεί στην αντίπερα μεριά της γέφυρας.
Ο Κωνσταντίνος επιθεωρεί τους άντρες του, στη ρουτίνα προετοιμασίας τους πριν τη μάχη. Απ ‘ όπου περνά, σηκώνονται και τον χαιρετούν με θέρμη. Αρκετοί άλλωστε είναι μαζί του χρόνια. Από τότε που τον ανακήρυξαν Αύγουστο της δύσης, μετά το θάνατο του πατέρα του.
Το μάτι του πέφτει πάνω σε μια ομάδα, που στέκεται ξέχωρα από τους υπόλοιπους. Νεαροί λεγεωνάριοι στέκονται γύρω από έναν γκριζομάλλη που τους μιλά. Του κάνει εντύπωση η προσήλωσή τους στα λεγόμενά του. Τους πλησιάζει με περιέργεια.
Όταν τον αντιλαμβάνονται, στέκονται με σεβασμό. Παρατηρεί ότι οι νέοι κάνουν ένα αδιόρατο βήμα προς τα πίσω, αφήνοντας τον ηλικιωμένο άντρα να βρεθεί απέναντί του. Είναι προφανές ότι πρόκειται για τον αρχηγό τους.
-Πως σε λένε;
-Αγρίππα, κύριε.
-Πόσο χρονών είσαι Αγρίππα;
-Σαράντα πέντε χρονών, κύριε.
-Και πόσα χρόνια υπηρετείς Αγρίππα;
-Είκοσι οκτώ χρόνια, κύριε.
-Πολέμησες μαζί με τον πατέρα μου λοιπόν.
– Γενναίος άντρας. Δεν κρύφτηκε ποτέ στη μάχη.
Ο Κωνσταντίνος κάνει έναν γύρο κοιτάζοντάς τον ερευνητικά. Αν και γέρος, ο Αγρίππας δείχνει να βρίσκεται σε εξαιρετική κατάσταση. Στιβαρός, υγιής, με όλα του τα δόντια.
– Μακάρι να είμαι σαν εσένα, αν φτάσω τα χρόνια σου.
-Εγώ φροντίζω το σώμα μου και ο Κύριος εμένα.
-Πόσους κυρίους έχεις Αγρίππα;
-Έναν γι’ αυτόν τον κόσμο και έναν για τον άλλον, κύριε.
-Όσο πολεμάς για μένα σ’ αυτόν τον κόσμο, έχε όσους θέλεις στον άλλον.
Αποχωρεί και αποσύρεται στη σκηνή του. Προσπαθεί να φάει και να κοιμηθεί αλλά δεν έχει ούτε όρεξη ούτε ύπνο. Είναι δύσκολο να σκέφτεσαι ότι απόψε είναι ίσως η τελευταία σου νύχτα στον κόσμο. Νιώθει την ψύχρα να διαπερνά το κορμί του και χαμογελά καθώς σκέφτεται τον Κάλβο, να τον κυνηγά με το μανδύα στο χέρι. Αποφασίζει να βγει από τη σκηνή, για ν’ απολαύσει την ιερή στιγμή κάθε πολεμιστή. Την ησυχία πριν από τη μάχη.
Το πρώτο που βλέπει ή μάλλον δε βλέπει, είναι οι σωματοφύλακές του. Κάνει μερικά οργισμένα βήματα ψάχνοντάς τους, χωρίς αποτέλεσμα. Η οργή μετατρέπεται σε έκπληξη όταν διαπιστώνει πως οι σωματοφύλακές του δεν είναι οι μόνοι που λείπουν. Σε ολόκληρο το στρατόπεδο, δεν υπάρχει ψυχή. Οι άντρες του έχουν εξαφανιστεί μαζί με τα υποζύγια, τον εξοπλισμό, τα πάντα.
Το κίτρινο χορτάρι του φθινοπώρου, έχει μεταμορφωθεί σε παχύ πράσινο γρασίδι που καλύπτει τα πόδια του μέχρι τους αστραγάλους. Όσο περπατά τόσο αυτό ψηλώνει, ως που τον σκεπάζει ολόκληρο. Αλλά δεν είναι το γρασίδι που ψηλώνει, είναι αυτός που μικραίνει, μέχρι να φτάσει το μέγεθος ενός μυρμηγκιού.
Ολόγυρά του, σκουλήκια μεγάλα σαν ελέφαντες, μασουλάν πτώματα ανδρών μεγάλα σα βουνά. Τα πτώματα των δικών του αντρών. Καταλαβαίνει ότι δεν πρόκειται για όνειρο, ούτε καν για εφιάλτη. Είναι σημάδι σταλμένο από τους θεούς, πως του γυρίζουν την πλάτη. Ένα σημάδι που τον εξαγριώνει.
‘’Δεν έφτασα μέχρις εδώ, σκύβοντας το κεφάλι μου. Σας τίμησα όσο λίγοι σε αυτήν τη γη. Αν έχετε ίχνος αξιοπρέπειας, αν έχετε λόγο ύπαρξης, θα μου πείτε τι πρέπει να κάνω για να νικήσω’’.
Βλέπει ένα κορίτσι να χοροπηδά ανέμελα, ανάμεσα στα πτώματα. Δε θα’ ναι πάνω από επτά χρονών, μοιάζει όμως θεόρατη. Τα δάχτυλά της ζωγραφίζουν στον αέρα ένα σύμβολο, που είναι σίγουρος ότι κάπου έχει ξαναδεί. Τον πλησιάζει, κάθεται στο ένα γόνατο και το πρόσωπό της έρχεται πάνω από το δικό του. Μ’ έναν ψίθυρο που τον παρασύρει σαν ανεμοστρόβιλος, του λέει τρεις λέξεις. Όταν ξυπνά, τις θυμάται ακόμη.
Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου είναι ομιχλώδες. Ο στρατός του Κωνσταντίνου προελαύνει μουδιασμένος στις όχθες του Τίβερη ποταμού. Ο Μαξέντιος, με την οικονομική υποστήριξη του Λικίνιου, έχει συγκεντρώσει τους διπλάσιους άντρες. Ο Αγρίππας, κοιτάζει τον αμούστακο νεαρό δίπλα του και του χαμογελά. Η ομάδα του είναι στην κεφαλή της παράταξης, όπως πάντα. Η εμπειρία του από τα χρόνια που έχει περάσει στα πεδία των μαχών, του λέει ότι μόνο με ένα θαύμα θα νικήσουν. Και θαύματα δε γίνονται κάθε μέρα.
‘’Οι αντίπαλοί μας είναι προβλέψιμοι. Ψάχνουν πάντα ένα χτύπημα ψηλά. Κρατήστε το σχηματισμό, ακούτε τους αξιωματικούς και μην κάνετε περιττές κινήσεις. Η αντοχή μετρά περισσότερο από την ταχύτητα’’.
Οι δύο στρατοί έχουν πλησιάσει αρκετά ο ένας τον άλλον. Οι τοξότες εκτοξεύουν μερικά βέλη, περισσότερο για να μετρήσουν την απόσταση παρά για να προκαλέσουν κάποια σοβαρή ζημιά. Ο Κωνσταντίνος, πάνω στο άλογό του, κοιτάζει ατάραχος. Στο νου του στριφογυρίζουν τα συμβάντα της χθεσινής νύχτας. Ο Κάλβος υπέρβαλε εαυτόν αλλά έφτιαξε ό,τι του ζήτησε. Είναι ώρα να δει αν το όραμά του είναι μήνυμα θεού ή απλό παιχνίδι του μυαλού του.
Με μία κοφτή κίνηση, ο σημαιοφόρος ξεδιπλώνει το φρεσκοραμμένο λάβαρο. Έχει δύο κατακόκκινα γράμματα επάνω του. Ένα Χ και ένα Ρ. Και από κάτω μια φράση. ‘’Εν τούτω νίκα’’. Το λάβαρο ανεμίζει στον κρύο αέρα, δημιουργώντας ανάμεικτα συναισθήματα στο στράτευμα. Οι περισσότεροι άντρες κοιτάζονται απορημένοι, προσπαθώντας ν΄ αποκωδικοποιήσουν το καινούργιο μήνυμα. Η εμπροσθοφυλακή όμως αρχίζει να φωνάζει με ενθουσιασμό, σα σύνθημα, τη γραμμένη φράση. Ένα ‘’εν τούτω νίκα’’ εξαπλώνεται κατά βάθος των γραμμών, σαν ένα κύμα που σκάει με ορμή στα βράχια. Ένα κύμα που παρασύρει τους άντρες του Μαξέντιου.
Όταν η μάχη τελειώνει, δύο άντρες συναντιόνται καταμεσής του πεδίου. Ο Αυτοκράτορας, αγκαλιάζει το ματωμένο λεγεωνάριο.
‘’Αγρίππα, σήμερα χάρισες μια σπουδαία νίκη και στους δύο κυρίους σου’’.