Το πάρκινγκ είναι μία πονεμένη ιστορία. Κάτι η πληθώρα οχημάτων, κάτι οι στενοί δρόμοι, κάτι οι χιλιάδες πολυκατοικίες χωρίς δικές τους θέσεις στάθμευσης και το να βρεις χώρο ν’ αφήσεις το αυτοκίνητό σου, είναι δυσκολότερο από το να βρεις βουλευτή που νοιάζεται για το καλό σου. Εξ ου και το κλασσικό «Έλα γυναίκα, βρήκα να παρκάρω. Τώρα παίρνω το αεροπλάνο κι έρχομαι σπίτι».
Αγνοώ όλους όσοι κλείνουν διαβάσεις, καταλαμβάνουν θέσεις ΑΜΕΑ και επιμένουν να σταθμεύσουν ακριβώς έξω από το Υπουργείο Οικονομικών στην Καραγιώργη Σερβίας (διότι δεν έχει έλθει ακόμη η ώρα τους) και προχωρώ σε μία πράξη αυτοθυσίας. Ή απόγνωσης, όπως το πάρει κανείς.
Ένας ανθρωπάκος, μεσήλικας προς ηλικιωμένος, στέκεται με ύφος κακόμοιρο μεταξύ δύο οχημάτων και κοιτάζει νευρικά, αριστερά του. Τρανό σημάδι ότι κρατά τη θέση για κάποιον που έρχεται. Ίσως επαγγελματία που πρέπει να ξεφορτώσει. Ίσως συγγενή, το παιδί που φέρνει τα εγγόνια στον παππού.
Αρκετοί οδηγοί τον ρωτάν το προφανές, «κρατάτε τη θέση;» για να δεχτούν έναν καταιγισμό δικαιολογιών ανάμεικτες με συγγνώμες. Μέχρι που φτάνει ο κλασικός «οδηγάρας». Αυτός που σιχαινόμαστε όλοι. Αυτός που ενώ οδηγεί με το κινητό κρεμασμένο στο αυτί σα σκουλαρίκι και ανάβει φλας κάθε Μεγάλη Παρασκευή, απαιτεί από τον κυριούλη να του αδειάσει τη γωνιά γιατί «δεν είναι νόμιμος».
Και να μιλάει για νομιμότητα κάποιος που την τηρεί, πάει στο καλό. Να μιλάει ο μπρίλης που για να δούμε απόδειξη για την εργασία του πρέπει να την τάξουμε στον Άγιο Φανούριο, δε χωνεύεται. Ο Φύλακας όμως, είναι αντιστρόφως ανάλογα σκληρός από το ήπιο παρουσιαστικό του.
Χωρίς ίχνος δισταγμού, ξαπλώνει στο δρόμο, μεταξύ των δύο οχημάτων πάντα, και καλεί το διεκδικητή του πάρκινγκ να τον πατήσει με το αυτοκίνητό του. Ο άλλος έχει μείνει κόκαλο. Ο κυριούλης έχει απλωθεί με την αποφασιστικότητα χαραγμένη στο πρόσωπό του και είναι ένα κλικ πριν αρχίσει να τραγουδά τη Μασσαλιώτιδα, σαν άλλος Γαβριάς στα οδοφράγματα των Αθλίων του Βίκτωρος Ουγκώ.
Ο κόσμος έχει μαζευτεί και βγάζει σέλφι, οι οδηγοί κορνάρουν, κάτι πιτσιρικάδες επευφημούν τον επαναστάτη ποπολάρο, μόνο ένας καστανάς λείπει από το ντεκόρ. Τι να κάνει κι ο «οδηγάρας». Παίρνει το αμάξι του και πάει να δοκιμάσει την τύχη του παρακάτω.
Πόσες φορές είχα βρεθεί στη θέση του κυριουλη δεν λέγεται…. Αλλά ποτέ….σε στάση οριζοντίωσης…. Τον παραδέχομαι όμως ακόμη και αν είναι αποκύημα της φαντασίας σου.
Για τον «οδηγάρα» ξέρω είναι υπαρκτό πρόσωπο!!!!
Τι έγιναν εκείνα τα τσάπτερς;;;;
έχω γίνει αυτόπτης μάρτυρας 2 περιστατικών. το δεύτερο ήταν παρόμοιο αλλά πιο ήπιο και γι’ αυτό δεν το ανέφερα. Τα τσάπτερς μπήκαν λίγο στον πάγο διότι μας έφαγαν κάτι κοινωνικές υποχρεώσεις. αλλά σύντομα επιστρέφουν δημήτρια, που έλεγε και ο Τάσος ο Γιαννόπουλος.