Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας Βασιλιάς. Στριφνός, μουντρούχος και συνεχώς νευριασμένος. Από το πρωί που ξυπνούσε μέχρι το βράδυ που κοιμόταν, τρωγόταν με τα ρούχα του. Το ένα του βρώμαγε, του άλλο του ξίνιζε. Κι ενώ το βασίλειό του ήταν πλούσιο και ειρηνικό, οι κακοί του τρόποι δεν επέτρεπαν στους κατοίκους να το χαρούν.
Μια μέρα τον τσάντισε, ποιος ξέρει γιατί, Ο Επίσκοπος της περιοχής και ξεπερνώντας τα συνηθισμένα όρια θυμού, του έβαλε τρία αινίγματα.
- Πόσο χρόνο θα μου πάρει να κάνω με τ’ άλογό μου το γύρω της γης;
- Πόσα λεφτά αξίζω σα Βασιλιάς;
- Πες μου τι σκέφτομαι και απόδειξέ μου ότι κάνω λάθος.
«Έχεις μια βδομάδα καιρό παπά. Αν δεν εμφανιστείς και δε μου απαντήσεις σωστά και στα τρία αινίγματα, σου παίρνω το κεφάλι».
Ο κακομοίρης ο Επίσκοπος γυρνά στη μονή και μια βδομάδα σπάει το κεφάλι του και προσεύχεται αλλά λύση δε μπορεί να βρει. Τι να κάνει, βάζει το ράσο με τη μεγάλη κουκούλα και δρόμο παίρνει-δρόμο αφήνει, πάει ν’ αντιμετωπίσει τη μοίρα του.
Στο δρόμο συναντά έναν βοσκό, παλιό του γνωστό, να βόσκει τα λίγα του πρόβατα και να λιάζεται. Τον εβλέπει ο βοσκός και καταλαβαίνει ότι κάτι τρέχει.
«Τι έγινε μπάρμπα-Επίσκοπε; Τα καράβια σου πέσαν όξω κι έχεις τέτοια μούτρα;»
«Το και το τέκνο μου. Δεν ξέρω τι ν’ απαντήσω και πάω να μου πάρει το κεφάλι».
«Δώσ’ μου το ράσο σου να πάω εγώ στη θέση σου και κάτσε συ να μου φυλάς τα ζωντανά. Και μη σε μέλει μπάρμπα-Επίσκοπε. Θα σου τον κάνω εγώ το Βασιλιά τρεις παράδες».
Παρά τις αντιρρήσεις του Επισκόπου, ο βοσκός φορά το μακρύ ράσο, κατεβάζει την κουκούλα μέχρι τη μύτη και φτάνει μπροστά στο μεγαλειότατο. Εκεί του λέει με αλλαγμένη τη φωνή:
«Σχώρα με που δε σε κοιτάζω και δε σε πλησιάζω Βασιλιά μου, αλλά να. Εκεί στο κελί μου που σκεφτόμουν τα αινίγματά σου, πούντιασα ο καψερός και στέκομαι αλάργα μη σε κολλήσω κι εσένα.»
«Βρήκες λοιπόν τις απαντήσεις παπά;»
«Κάτι βρήκα Βασιλιά μου. Πάμε ένα ένα».
«Το πρώτο λοιπόν. Πόσο χρόνο θα μου πάρει να κάνω με τ’ άλογό μου το γύρω της γης». Και σιγά μην το ξέρει, σκέφτεται η αυτού εξοχότης.
«Αν το άλογό σου τρέχει όπως τρέχει η γη γύρω από τον εαυτό της, μόνο μια μέρα».
Οι αυλοκόλακες και οι υποτακτικοί που έχουν μαζευτεί για να διασκεδάσουν με το θέαμα και να γλύψουν το βασιλιά, βγάζουν μικρές κραυγές έκπληξης. Μα πως το ξέρει αυτό; Ίσως είναι γραμμένο σε κάποιο αγιωτικό βιβλίο.
«Πάει καλά. το δεύτερο τώρα. Πόσα λεφτά αξίζω σα Βασιλιάς;». Πονηρή η ερώτηση. Όσα και να πει, θα τα βρει λίγα.
«Τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, τον κοστολόγησαν 30 αργύρια. Εσένα σε κοστολογώ στα 29».
Δύο-μηδέν μέχρι τώρα. Αλλά τρίτη και φαρμακερή. Από αυτή δε γλυτώνεις.
«Πες μου τι σκέφτομαι και απόδειξέ μου ότι κάνω λάθος».
«Θαρρείς πως είμαι ο Επίσκοπος».
«Σωστά».
Βγάζει την κουκούλα.
«Όμως δεν είμαι».
Κι επειδή ο Βασιλιάς δεν είναι βουλευτής, παίρνει το μάθημα που του δίνει ο βοσκός. Κι από τότε γίνεται πράος, γαλήνιος και ο ηγεμόνας που αξίζουν οι ακόλουθοί του.
Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς, καλύτερα
Και ένα παραμύθι ακόμη.
Σχόλια 1