Ο Σφαίρας ήταν γάτος. Τι γάτος δηλαδή, αλητόγατος. Τ’ όνομά του δε, τ’ όφειλε στο γεγονός ότι κάθε φορά που άνοιγε η μπαλκονόπορτα της αυλής κι έβγαινε ο κύριος με τη γατοτροφή στο χέρι, αυτός έτρεχε σα σφαίρα από τον τοίχο και τριβόταν στα πόδια του, περιμένοντας το καθημερινό συσσίτιο.
Ο Σφαίρας βλέπετε ήταν μονόφθαλμος, κάτι που τον εμπόδιζε να επιβιώνει το ίδιο αποτελεσματικά με τα υπόλοιπα γατοαδέλφια του στους αφιλόξενους δρόμους της τσιμεντούπολης. Λένε όμως ότι αυτός που έχει ένα μάτι πολλές φορές βλέπει καλύτερα από αυτόν που έχει δύο. Έτσι κι ο δικός μας. Μόλις εδραίωσε τη θέση του στη μικρή αυλή και κατάλαβε ότι ο ταϊστής του ήταν κάλος και μπόσικος, άρχισε τα ρουσφέτια.
Πρώτα έφερε το φίλο του, τον κουτσό από το ένα πόδι. Κι επειδή σε αντίθεση με το Σφαίρα, πήγαινε πάντοτε αργά αργά όπως φανταζόμαστε ότι περπατούν οι σοβαροί και μετρημένοι άνθρωποι της καλής κοινωνίας, πήρε τ’ όνομα Δωρικός. Αλλά ο Σφαίρας δε σταμάτησε εκεί. Σε λίγες μέρες, να σου και η φιλενάδα του. Μια γατούλα δίχρωμη, σκέτη γλύκα. Και τ’ αγόρια να την αφήνουν πάντα να σερβιρίζεται πρώτη, ντροπιάζοντας εμμέσως πάμπολλα σερνικά της δικής μας ράτσας.
Η ζωή κυλούσε ήρεμα στη μικρή αυλή μέχρι που μια μέρα το ζευγαράκι εξαφανίστηκε κι έμεινε μόνος του ο Δωρικός. Ο κύριος, που είχε συνηθίσει την παρέα τους, έψαξε τη γειτονιά, έψαξε και στους όμορους Δήμους, έψαξε την ευρύτερη περιοχή, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Μέχρι που μια μέρα σκάει μύτη η γατούλα με τρία μικρά γατάκια. Έτσι που λέτε φίλες και φίλοι. Ο Σφαίρας αφού εξέθεσε την κυρία, την εγκατέλειψε με τα μωρά στην αγκαλιά. Ή πιο σωστά, στο στόμα, γιατί έτσι κουβαλούν οι γάτες τα μικρά τους.
Και κοίταζε η γατούλα τον κύριο με ύφος σα να του λέει «να τον χαίρεσαι το φίλο σου. Απαιτώ αμέσως αύξηση της τροφής εν είδει διατροφής». Τι να κάνει αυτός. Δεν του πήγαινε η καρδιά ν’ αφήσει αβοήθητα ορφανά πλάσματα. Άσε που ήταν και φτυστά ο Σφαίρας. Ανέλαβε λοιπόν τα καθήκοντα της υψηλής κηδεμονίας και της υιοθεσίας. Το δεύτερο παραδόξως ήταν πιο εύκολο απ’ όσο νόμιζε. Παιδί, παιδί, και παιδί με μαμά, βρήκαν ζευγάρια που τα πήραν κοντά τους. Τέλος, οι νοικάρηδες που πήγαν να μείνουν στη μικρή αυλή, ανέλαβαν την τροφοδοσία του Δωρικού και τέλος καλό όλα καλά.
Σχεδόν τέλος δηλαδή. Μιας και μετά από κάμποσο καιρό, πήγε ο κύριος σ’ ένα σπίτι να κάνει μια δουλειά. Με το που ανοίγει η σπιτονοικοκυρά την πόρτα όμως, βλέπει έκπληκτη το γάτο της να τρέχει και να τρίβεται πάνω στον άγνωστο.
-Πρώτη φορά το κάνει αυτό ο Μπιφτέκης!
-Δε μ’ ενοχλεί κυρία μου. Πως έχασε το μάτι του;
-Α, δεν ξέρω έτσι τον βρήκαμε. Κάτω από το αυτοκίνητό μας λες και κρυβόταν από κάποιον.
«Αμ δεν κρυβόταν από κάποιον, από κάποια κρυβόταν» πήγε να της πει. Τελευταία στιγμή όμως συγκρατήθηκε. Χάιδεψε λίγο τον άστοργο πατέρα και προχώρησε να κάνει την εργασία του.
Σ.τ.σ. Η φωτογραφία είναι ενδεικτική. Τα πρόσωπα και τα ονόματα έχουν ελαφρώς παραποιηθεί για ευνόητους λόγους.