Στην Αθάνατη Ελληνική Επαρχία, δύο ήταν τα σύμβολα της Καθαράς Δευτέρας. Η λαγάνα και ο χαρταετός.
Και αν τη λαγάνα την αγόραζαν όλα τα νοικοκυριά διότι βαθύ ΠΑΣΟΚ και που να καθόμαστε να φουρνίζουμε τώρα, ο χαρταετός έπρεπε να είναι χειροποίητος. Δε λέω, υπήρχαν και οι ετοιματζίδικοι αλλά το 90% ήταν προϊόν χειροτεχνίας και φαντασίας.
Την κατασκευή, ελλείψει turorials στο youtube, αναλάμβανε ο πλέον τεχνίτης από της παρέα και, δόξα τω Θεώ, από τέτοιους είχαμε πολλούς. Εμείς οι υπόλοιποι αναλαμβάναμε να συγκεντρώσουμε τα υλικά. Τα υλικά δε, όλα οικολογικά. Καλάμια για το σκελετό, χασαπόχαρτα και λαδόκολλες για το σώμα, σχοινί για το δέσιμο και κόλλα που θα έκανε τη Γκρέτα Τούνμπεργκ ν’ αλαλάξει από οικολογική ευχαρίστηση.
Τη φτιάχναμε είτε με αλεύρι και νερό (η λεγόμενη και αλευρόκολλα) είτε μαζεύοντας το ρετσίνι από τις αμυγδαλιές. Το οποίο εν συνεχεία βράζαμε μαζί με νερό, σε σιγανή φωτιά. Από τα λίγα πράγματα που συγκρατήσαμε όλοι μας κατά το μάθημα της χημείας και αυτό εκτός διδακτέας ύλης.
Ξεχυνόμασταν κατόπιν στα λιβάδια και τις απλωσιές τηρώντας τις αποστάσεις, όχι για COVID αλλά για να μη μπλέξουμε τα σχοινιά μας και απογείωση. Αυτό εφόσον βεβαίως φυσούσε ούριος άνεμος αλλιώς περιμέναμε σαν του Αχαιούς στην Αυλίδα πριν σφάξουν την Ιφιγένεια. Ευτυχώς που εκεί που μεγάλωσα, ήταν λίγες οι μέρες άπνοιας. Η διαδικασία ήταν η εξής. Ο πιο ψηλός κρατά, ο πιο γρήγορος τρέχει. Και ο πρωτομάστορας κρατούσε το πρώτο σχοινί.
Μόλις είχε αναληφθεί για τα καλά στους ουρανούς, το πέταγμα ή πιο σωστά το κράτημα, γινόταν με τη σειρά. Όταν κουραζόταν ο πρώτος αναλάμβανε ο δεύτερος, μετά ο τρίτος και ούτω καθεξής. Μεγάλη ευθύνη, διότι έτρεχε κι ένας άτυπος διαγωνισμός σχετικά με το ποιας ομάδας ο χαρταετός θα σταθεί για περισσότερη ώρα στον αέρα. Διαγωνισμός ο οποίος συνήθως έληγε ισόπαλος μιας και οι μανάδες μας έστελναν τα μικρότερα αδέλφια (αυτά που δεν είχαν ακόμη δικαίωμα συμμετοχής) να μας φωνάξουν για το πατροπαράδοτο σαρακοστιανό τραπέζι.