Παράξενο πράγμα η θυσία. Παράλογο σχεδόν. Πάρτε για παράδειγμα τον Παλαιολόγο και τους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης. Εκατόν πενήντα χιλιάδες εχθροί απ’ έξω και άλλοι τόσοι από μέσα. Κι αυτοί, μια χούφτα κυριολεκτικά, ν’ αρνούνται να παραδοθούν.
Αν ήταν όλο αυτό ένα καρτούν, όπου ο κεντρικός ήρωας αντιμετωπίζει ένα ηθικό δίλημμα, θα είχε ένα αγγελάκι και ένα διαολάκι σε κάθε ώμο του. Και το διαολάκι αυτά θα του έλεγε:
-Και τι θα γίνει δηλαδή αν παραδοθείς; Θα σκύψεις το κεφάλι, όμως θα μείνει στη θέση του. Μαζί, θα μείνουν στη θέση τους και τα κεφάλια των υποστηρικτών σου. Λίγο το έχεις αυτό; Αναίμακτη λύση. Άλλωστε ο Σουλτάνος είναι το μέλλον. Πώς πας κόντρα στο μέλλον; Τώρα θα μου πεις, εδώ είσαι για να υπερασπίσεις την Πόλη. Αν σου την κάνει ο άλλος λαμπόγυαλο, δε θα έχεις καν Πόλη.
Ύστερα θα του έδειχνε, με το τρικράνι, ένα παιδί να παίζει ανέμελα και θα συνέχιζε:
-Εσύ έχεις κάθε δικαίωμα να το παίξεις κονιόρδος και να μείνεις σύμβολο αιώνιο. Αυτό εδώ το ρώτησες αν θέλει να πεθάνει; Γι’ αυτό σου λέω. Η δική μου λύση, είναι η μόνη λύση.
Μετά από αυτά, τι να πει το καημένο το αγγελάκι; Τον ισοπέδωσε ο βελζεβούλης με τη λογική και τη σωφροσύνη. Θα μάζευε τη λευκή του ρόμπα, θα ίσιωνε το φωτοστέφανο και θ’ αποχωρούσε με το κεφάλι σκυφτό. Μόνον εκεί, λίγο πριν χαθεί στον αγέρα, θα ψιθύριζε μια λέξη.
-Καθήκον.
Κι ο ήρωας θα ζωνόταν το σπαθί του και θα έτρεχε στα τείχη, να πιάσει πόστο.