Πριν από χρόνια, τότε που ήμουν ακόμη νεαρός γ.κ. (γενικών καθηκόντων) με στέλνει η ανώτατη αρχή του Οργανισμού να πάρω «κάτι ρούχα» από μια κυρία της γειτονιάς. Ρούχα προορισμένα για φιλανθρωπικό έργο. Φτάνω στο διαμέρισμα του 4ου, όπου η κυρία της γειτονιάς με οδηγεί σε ένα άρτι ανακαινισμένο δωμάτιο (σημαντική λεπτομέρεια) γεμάτο μαύρες σακούλες σκουπιδιών.
Και ενώ σκέφτομαι πόσα δρομολόγια έχω να κάνω, αρχίζω να δοκιμάζω τις σακούλες, με την προοπτική να κουβαλήσω πρώτα τις βαρύτερες και μετά τις ελαφρύτερες. Με τις δυο-τρεις πρώτες, καταλαβαίνω ότι είναι υπερβολικά βαριές για να έχουν μέσα μόνο ρούχα. Τις ανοίγω και τι να δω. Όλες πλην μιας, ήταν γεμάτες μπάζα.
Παίρνω τη μια με τα ρούχα στα χέρια, ευχαριστώ την κυρία της γειτονιάς και εκεί αρχίζει ο εξής διάλογος:
Κ.γ.: «Και αυτά;»
Εγώ: «Αυτά είναι μπάζα, όχι ρούχα»
Κ.γ.: «Και εγώ τι θα τα κάνω;»
Εγώ: «Θα καλέσετε το μάστορα που σας έκανε την επισκευή, να τα πετάξει»
Κ.γ. : «Μα καλά, τόσα ρούχα σας έδωσα, δεν μπορείς να πετάξεις 15 παλιοσακούλες με μπάζα;»
Παύση να σκεφτώ.
Εγώ: «Ξέρετε, αν ακουμπήσω τόσες σακούλες στο δρόμο χωρίς να έχει ειδοποιηθεί ο Δήμος είναι παράνομο. Κρίμα δεν είναι να με δει κανείς, να πω-γιατί θα πω- ποιανού είναι οι σακούλες και να σας ρίξουν κανά πρόστιμο;»
Αφού ξεπερνά το ελαφρύ εγκεφαλικό στη λέξη πρόστιμο, μου δίνει και ένα σοκολατάκι χύμα (δεν το έφαγα) και με στέλνει στην ευχή του Θεού.
Το ηθικό δίδαγμα σε αυτήν τη μικρή ιστορία είναι ότι το καλό πρέπει να γίνεται και με σωστό τρόπο. Δεν το λέω μόνον εγώ, το λέει και ο Αίσωπος στο μύθο με το γέροντα και τις περσικές. Περσικές είναι οι παντόφλες στ’ αρχαία Ελληνικά.
«Μια μέρα, ένας νεαρός άντρας βλέπει έναν γέροντα να στέκεται στο κρύο. Αμέσως, αγοράζει ένα ζευγάρι παντόφλες και του τις κάνει δώρο. Την άλλη μέρα περνά και ρωτά τον γέροντα:
-Ζεσταίνεσαι γέρο, ζεσταίνεσαι;
-Ζεσταίνομαι γιε μου, να’ χεις της ευχή μου
Αυτό γινόταν κάθε μέρα. Ο νέος τον ρωτούσε αν ζεσταίνεται και εισέπραττε ευχές. Ώσπου μια μέρα ο γέροντας απηύδησε, του επιστρέφει τις παντόφλες και του λέει:
-Πάρτες. Ούτε εγώ να ζεσταίνομαι, ουτ’ εσύ να με ρωτάς»