Το κέντρο της Αθήνας είναι ένας τόπος θαυμάτων. Όσα μπορούν να σου τύχουν ποσοτικά και ποιοτικά μέσα σε λίγη ώρα εκεί, αγγίζουν μερικές φορές τη σφαίρα του παραλόγου. Από μάσκες μέχρι φανάρια, η κάθε επίσκεψη στο κέντρο είναι και μια ευκαιρία για ένα νέο άρθρο.
Κατεβαίνω για δουλειές και λέω, δεν πάω να δω την έκθεση το ’21 αλλιώς (εδώ σχετικά ). Πάω ο καλός σας και μου λένε στην είσοδο ότι θέλει μάσκα. Τους λέω ότι γιατί δε το έχετε αναρτήσει στη σελίδα σας ή δεν έχετε βάλει μια επιγραφή έξω από την πόρτα, δίπλα σε αυτήν που λέτε να κρατάμε αποστάσεις; Το υπουργείο, μου απαντά η διορισμένη. Ούτε στη σελίδα του Υπουργείου λέει κάτι της ανταπαντώ. Κάτι ψέλισε μέσα από τη μάσκα αλλά δεν έμεινα να ανοίξω διάλογο. Προτίμησα να αποστείλω ένα μήνυμα στο ηλεκτρονικό τους ταχυδρομείο για το οποίο έλαβα άμεση και ικανοποιητική απάντηση. Θα ξαναπάω. Εδώ να κάνω μια παρένθεση. Δεν είμαι ενάντια του νόμου. Είμαι ενάντια στη νοοτροπία των εργαζομένων να μη δίνουν σαφείς απαντήσεις. Κλείνει η παρένθεση.
Φεύγω, πηγαίνω Πανεπιστημίου και παρατηρώ το μεγάλο περίπατο. Βλέπω διαγράμμιση, ζαρντινιέρες, στάσεις λεωφορείου και δημοτικά περιπολικά (αν ονομάζονται έτσι). Το μόνο που δε βλέπω, είναι κόσμο να τον χρησιμοποιεί. Οψόμεθα.
Συνεχίζω ευθεία και στρίβω αριστερά Αιόλου για να βγω Πλατεία Λαυρίου. ‘Εχει κόκκινο και περιμένω εγώ και ένας ταξιτζής πίσω μου να γίνει πορτοκαλί (δεν έχει πράσινο η στροφή εκεί), να φύγουμε. Περνά ένας με μηχανάκι και μας φωνάζει γιατί σταματήσαμε. Γιατί έχει κόκκινο του λέω. «Ε και τι έγινε» φωνάζει νευριασμένος. «Σταματάς αν δεν είσαι μ@λ@κ@ς» του φωνάζω με τη σειρά μου. Κόβει ταχύτητα, σκέφτεται να τσαμπουκαλευτεί αλλά με βλέπει πιο ψηλό και με πιο ευρύ σωματικό frame (30 pushups κάθε μέρα) και αποφασίζει αντ’ αυτού, να παραβιάσει έναν ακόμη ερυθρό σηματοδότη. Φάτε πρωταγωνιστικό χαρακτήρα θεάτρου σκιών, με δικαίωμα ψήφου.
Μέσα σε όλα, βρίσκω μια νόμιμη θέση να παρκάρω σε κάθετο της Πλατείας Λαυρίου (η τύχη του Ιρλανδού) και τραβάω ένα βιντεάκι (εδώ ) από το συντριβάνι της Ομόνοιας, μην πάει η μέρα εντελώς χαμένη.
Κατανοώ βεβαίως πως το μητροπολιτικό κέντρο μιας ιστορικής, έστω και αδύναμης, πόλης είναι στην πραγματικότητα ένας καμβάς, απλά αναρωτιέμαι γιατί είναι συχνά τόσο κακοζωγραφισμένος.