Όλα έχουν κριθεί, στιγμές απομένουν πριν η Πόλη γίνει ιδέα. Ο Παλαιολόγος κόβει ένα κομμάτι από τον πορφυρό του μανδύα με το ξίφος και αρχίζει να καθαρίζει τις περικνημίδες του από το αίμα, όσο περιμένει το τελευταίο κύμα του εχθρού να πλησιάσει.
Πολλές φορές είχε φανταστεί το τέλος του. Αλλά στο κρεβάτι του περιστοιχισμένος από παιδιά κι εγγόνια να του σφίγγουν το χέρι και ιερείς να ψέλνουν δεήσεις. Μετά, τη μεγαλοπρεπή πομπή που θα τον πήγαινε στην τελευταία του κατοικία μέσα από τους δρόμους της Βασιλεύουσας με τα πλήθη δεξιά κι αριστερά να κλαίνε από λύπη γιατί χάσανε όχι τον αυτοκράτορα μα τον πατέρα τους. Και όταν στο τέλος ακουμπούσαν το φθαρτό του σώμα μέσα στον τάφο θα ένιωθε την ψυχή του να φτερουγίζει και να υψώνεται σαν το λιβάνι από τα θυμιατά στον ουρανό, για να συναντήσει το δημιουργό της.
-Όποιος θέλει μπορεί να φύγει, έχετε ακόμη καιρό να γλυτώσετε τις ζωές σας.
Τα λόγια του ακούγονται σαν παρότρυνση μα είναι διαταγή. Ο ίδιος έχει δέσει τη μοίρα του με την Πόλη, δεν υπάρχει λόγος για τους άλλους να πεθάνουν εκεί. Έχουν μπροστά τους χρόνια να περάσουν είτε μόνοι τους είτε με τους δικούς τους, γεμάτα χαρές, γέλια και κούπες κρασί. Όταν βλέπει ότι κανείς τους δεν κουνιέται, θυμώνει.
-Σας είπα όποιος θέλει μπορεί να φύγει, έχει την άδεια μου. Τρέξτε να σωθείτε!
Ο πιο κοντινός βάζει το χέρι στο ώμο του. Μέχρι και χτες μια τέτοια κίνηση θα ήταν αδιανόητη όμως τώρα ο τελευταίος Αυτοκράτορας των Ρωμαίων είναι ένας από αυτούς.
-Μόνο αν είχες ακουμπήσει το δικό σου σταυρό, θα είχες το δικαίωμα να ζητάς να κάνουμε το ίδιο. Άιντε τώρα, πάρε θέση γιατί πρέπει να σφάξουμε πολλούς ακόμα.
Ο Κωνσταντίνος κουνά καταφατικά το κεφάλι και καβαλά το περήφανο άτι του. Έχει αφήσει την ιστορία να τον περιμένει αρκετά, δεν υπάρχει λόγος να καθυστερεί άλλο.