– Κυρίες και κύριοι, μικροί και μεγάλοι, νέοι και γέροι, σήμερα το απόγευμα στην πλατεία του χωριού, για μια και μόνη παράσταση ο μοναδικός, ο ανεπανάληπτος, ο Ραχμάν ο Μέγας!!!
Η στεντόρεια φωνή του τελάλη, μαζί με τα παρδαλά του ρούχα, ξυπνούν την περιέργεια των κατοίκων του μικρού χωριού. Σύντομα ένα ανθρώπινο μελίσσι μαζεύεται γύρω του, χαζεύοντας τις μούτες και τις χορευτικές του κινήσεις.
– Ένα θέαμα που δεν πρέπει να χάσετε. Ο Ραχμάν ο Μέγας, ο προφήτης που τα βλέπει όλα και τα ξέρει όλα, ο προσωπικός σύμβουλος του Σάχη της Περσίας και του Προέδρου της Αμερικής, για μία και μόνη παράσταση κοντά σας. Σήμερα το απόγευμα στην πλατεία του χωριού, με το που θα πέσει ο ήλιος, θ’ ανατείλει το άστρο του μεγαλύτερου μέντιουμ που έχει γνωρίσει ο κόσμος τα τελευταία δέκα χρόνια!
Το δυναμικό του ύφος έχει αποτέλεσμα. Ο κόσμος παίρνει σχεδόν επιθετικά απ’ τα χέρια του, τ’ ασπρόμαυρα φυλλάδια με το προφίλ του Ραχμάν του Μέγα, στολισμένα στη μπορντούρα με σταφύλια και αμπελόφυλλα. Όχι η πλέον ταιριαστή επιλογή αλλά σίγουρα η φτηνότερη που έχει να προσφέρει το τυπογραφείο. Στη δεξιά γωνία σημειώνεται, με μικρότερα γράμματα, και ο συμπρωταγωνιστής του μικρού θιάσου. Ο Γιακουμής, ο άνθρωπος που δε νιώθει πόνο.
Η πλατεία του χωριού μοιάζει με οποιαδήποτε άλλη πλατεία, οποιουδήποτε άλλου χωριού, της αθάνατης Ελληνικής επαρχίας. Θα χρησιμεύσει, όπως κάθε φορά, για σκηνικό της «ανεπανάληπτης παράστασης που σε λίγο θα έχετε την τύχη να παρακολουθήσετε» σύμφωνα με το Γιάννη (τον τελάλη) που πριν από κάθε τέτοια «ανεπανάληπτη παράσταση» κρατά το φιλοθεάμων κοινό ζεστό, επαναλαμβάνοντας σχεδόν σαν Ινδικό Μάντρα, αυτήν την ίδια φράση κλειδί.
Κάποτε είχαν και μια κοπελίτσα στο μπουλούκι τους. Μια χαριτωμένη μικρή με πλατύ χαμόγελο και στενή φουστίτσα. Αλλά ο Ραχμάν εκτός από το προφητικό χάρισμα έχει και μακρύ χέρι με αποτέλεσμα η κοπελίτσα γρήγορα να τους παρατήσει, αφήνοντας το Γιάννη ολομόναχο να διασκεδάζει τα πλήθη πριν το κυρίως θέαμα. Περιττά τις πιότερες φορές γιατί ο πληθυσμός του κάθε χωριού, ένας μικρόκοσμος αποτελούμενος από σταθερούς αριθμούς και χαρακτήρες, διψασμένος για την οποιαδήποτε μορφή ψυχαγωγίας που θα τον βγάλει για λίγο από τη ρουτίνα της καθημερινής εργασίας και τις επαναλήψεις της ΥΕΝΕΔ, θα διασκεδάσει ακόμη και μ’ ένα πιρούνι, αρκεί να έχει έρθει απ’ έξω.
Ο Κοινοτάρχης-Ληξίαρχος-χασάπης, έχει κινητοποιήσει από το πρωί τέσσερεις γεροδεμένους νεαρούς να στήσουν μια πρόχειρη εξέδρα, την ίδια που χρησιμοποιούν και για την απαγγελία ποιημάτων στις εθνικές γιορτές. Ξυπνιός, έχει καταλάβει τη σημασία και την αξία τέτοιων εκδηλώσεων για το ηθικό του χωριού καθώς και για την επιρροή που ασκούν στους συντοπίτες του, την ώρα των εκλογών. Γι’ αυτό και δεν αφήνει περιοδεύοντα θίασο να περάσει από την περιοχή δίχως να δώσει μια παράσταση και γι’ αυτούς. Σήμερα όμως προτρέπει τους αυτοσχέδιους σκηνογράφους να δώσουν τον καλύτερο εαυτό τους γιατί ακόμη κι αυτός, με την πλούσια καλλιτεχνική εμπειρία, έχει εντυπωσιαστεί από τον Ραχμάν το Μέγα.
Από την πρώτη στιγμή μάλιστα. Όταν οι τρεις του θιάσου μπήκαν στο γραφείο του και ο Μάγος χωρίς να έχουν ποτέ συστηθεί και χωρίς να έχει μιλήσει με κανέναν στο δρόμο, τσεκαρισμένο αυτό, τον είπε με τ’ όνομά του. Εκεί κατάλαβε ότι δεν έχει να κάνει μ’ έναν τυχαίο άντρα. Γι’ αυτό και η εντολή να χρησιμοποιηθούν όλοι οι προβολείς για την αποψινή παράσταση. Κάτι που έχει ξαναγίνει μόνο στην ιστορική επίσκεψη του Αντιβασιλέως. Όταν τους χάρισε το πορτραίτο του με το επίσημο κοστούμι και την καλή γραβάτα, που κοσμεί το γραφείο της Κοινότητας.
Κάνει έναν τελευταίο έλεγχο για να σιγουρευτεί ότι όλα έχουν στηθεί στην εντέλεια και κατόπιν πετάγεται απέναντι στο καφενείο. Ο Μεμάς ο καφετζής έχει στήσει όλες τις καρέκλες, τόσο τις δικές του όσο κι αυτές που δανείστηκε από το σχολείο. Και πάλι δε φτάνουν για όλους αλλά ας κάτσουν οι μεγάλοι. Τα πιτσιρίκια βολεύονται και στο τσιμέντο. Μπροστά μπροστά έχει στήσει ξέχωρα από τις άλλες, αυτές «διά τους επισήμους». Παπάς, δάσκαλοι, χωροφύλακες και οι σύζυγοι αυτών. Ο Κοινοτάρχης μένει απόλυτα ευχαριστημένος από το στήσιμο καθώς και από τα καθαρά πουκάμισα των δύο βοηθών του Μεμά. Τέτοιες βραδιές που το φιλοδώρημα πέφτει σύννεφο και για να μη το χάσουν όχι καθαρό πουκάμισο θα φορέσουν, αλλά φούστα τσιγγάνικη.
Οι πρώτοι έχουν ήδη φτάσει και κάτσει πίσω από τους επισήμους. Είναι οι κοσμικές κυρίες του χωριού μετά των αντρών τους , που έχουν παραγγείλει καφέ, μιας και είναι νωρίς για τσίπουρα. Στις μεσαίες θέσεις η νεολαία, να ρουφά δυνατά τον φραπέ της, να τραβάει καμιά τζούρα στα κρυφά και να περιμένει να σκοτεινιάσει μπας και παίξει λίγο μπαλαμούτι. Στη γαλαρία οι παππούδες κι οι γιαγιάδες με τα μικρά εγγόνια στην αγκαλιά και τα μεγαλύτερα στα πόδια. Και τέλος Θεού, η μαρίδα. Ψιλοκουβεντιάζουν, με κάθε λεπτό που περνά να γίνονται λίγο περισσότερο έτοιμες κι έτοιμοι να εκπλαγούν από το υπερθέαμα.
Η μεγάλη ώρα τελικά φτάνει. Τα φώτα της πλατείας, εξόν του καφενείου, σβήνουν και οι προβολείς φωτίζουν την άδεια σκηνή. Ξάφνου μια έκρηξη καπνού γεμίζει την εξέδρα και μόλις διαλύεται το πλήθος βλέπει τους τρεις άντρες να στέκονται εκεί. Ένα μακρόσυρτο ααααααα με πολλά χειροκροτήματα τους υποδέχεται και ο Γιάννης, με τα χρόνια εμπειρίας του, περιμένει να ξεθυμάνει πριν αρχίσει να τους μιλά. Στέκεται μεταξύ του Μάγου και του Γιακουμή αλλά δυο βήματα πιο μπροστά. Η εισαγωγή είναι πάντα δική του και πρέπει όλα τα μάτια να εστιάζουν πάνω του.
– Κυρίες και κύριοι, μικροί και μεγάλοι, νέοι και γέροι, νοικοκυραίοι κι ανοικοκύρευτοι, ωραίοι και μοιραίοι, απόψε στο πανέμορφο χωριό σας θα ξεδιπλωθεί ένα θέαμα που όμοιό του δεν έχετε ξαναδεί. Ένα θέαμα που έχει παρουσιαστεί από την αυλή της Βασίλισσας Ελισάβετ μέχρι τον κήπο με τα σάκουρα του Γιαπωνέζου αυτοκράτορα. Ο μοναδικός, ο ανεπανάληπτος, ο άνθρωπος που τα βλέπει όλα και τα ξέρει όλα, ο ένας και μοναδικός Ραχμάν ο Μέγας!!!
Νέα χειροκροτήματα, νέες ιαχές καθώς ο πρωταγωνιστής περπατά μέχρι το τέλος της σκηνής, ντυμένος με φαρδιά πορτοκαλί σαλβάρια, ασημί γιλέκο, λευκό πουκάμισο, χρυσή αλυσίδα στο λαιμό και κατακόκκινο φέσι. Μαζί με τα γυριστά του πασούμια και τα εξίσου γυριστά του μουστάκια μοιάζει με υβρίδιο Άραβα και λαϊκού τραγουδιστή. Όπως ακριβώς θα περίμεναν να μοιάζει ένας ανατολίτης μάγος, άνθρωποι που η μόνη επαφή τους με τη λαγγεμένη ανατολή είναι τα φτηνά σήριαλ και τα φτηνά μυθιστορήματα τσέπης. Κάνει μια βαθιά υπόκλιση και γυρίζει στη θέση του. Αυτός κάνει το φινάλε. Το πρώτο νούμερο είναι του Γιακουμή.
– Πριν όμως μείνετε άφωνοι από τις υπερφυσικές του δυνάμεις, θέλω όλοι μαζί να υποδεχτείτε με το πιο δυνατό σας χειροκρότημα το Γιακουμή. Τον άνθρωπο που δε γνωρίζει πόνο!
Ο Γιακουμής, κοντόσωμος και γεροδεμένος φορά μια ολόσωμη φόρμα γυμναστικής και από πάνω το κομμάτι μιας κουβέρτας με μαύρες βούλες, το δέρμα της λεοπάρδαλης που έπνιξε στο Βόρνεο με τα ίδια του τα χέρια, σύμφωνα με την παρουσίαση του Γιάννη. Η ιστορία λέει ότι το άτυχο αιλουροειδές δάγκωσε το Γιακουμή στη φτέρνα αλλά αυτός, μιας και δε νιώθει πόνο, την κοίταξε υποτιμητικά. Ήταν τέτοιο το σοκ για το ζώο που έμεινε άγαλμα. Και ο Γιακουμής την έπνιξε, την έγδαρε και από τότε φορά το δέρμα της σαν τρόπαιο. Όσο για το πως δε γνωρίζει πόνο; Πριν τον δαγκώσει η λεοπάρδαλη, πρόφτασε να τον ευλογήσει ένας χριστιανός ιεραπόστολος, πάλι στο Βόρνεο, λίγο πριν πεθάνει.
Στην πραγματικότητα ο Γιακουμής γεννήθηκε έτσι. Πέντε χρονών γύρισε σπίτι με σπασμένο το χέρι και το κόκαλο να βγαίνει από το πετσί, σα να μην τρέχει τίποτα. Λίγο αργός πάντα στο μυαλό, κατάντησε ο παλιάτσος του χωριού του, όπου τον έδερναν ως που να ματώσει για να γελάσουν με αυτή του την ιδιαιτερότητα. Μέχρι που μετά την αντίστοιχη παράσταση του Ραχμάν στη δική του πλατεία, τον ακολούθησε. Κι από τότε είναι αναπόσπαστο μέλος της κομπανίας.
Η ρουτίνα του είναι μάλλον απλή όμως άκρως εντυπωσιακή. Στην αρχή ανάβει ένα κερί και κρατά την παλάμη του ακίνητη πάνω από τη φλόγα μέχρι που κάνει φουσκάλες. Μετά συνεχίζει πιο σοβαρά. Παίρνει καρφιά τα βάζει στο πάτωμα και τα πατάει με τα γυμνά του πέλματα. Σε αυτό το σημείο ζητά τη βοήθεια του κοινού, κάποιον να του τραβήξει τα καρφιά από τις πατούσες, απόδειξη ότι δεν κάνει κάποιο κόλπο. Το πιο εντυπωσιακό και ανατριχιαστικό του νούμερο, το κρατά για το τέλος. Χώνει μεγάλες βελόνες στα νύχια του, τη μία μετά την άλλη. Μόλις φτάσει στη δέκατη, κατεβαίνει από τη σκηνή και περιδιαβαίνει ανάμεσα στους θεατές. Δεν υπάρχει πρόσωπο που να μη μορφάσει από πόνο και αηδία. Όλοι όμως ζητωκραυγάζουν κάθε φορά που αφήνει τη σκηνή χαιρετώντας τους με τις βελόνες ακόμη καρφωμένες.
Το κοινό είναι έτοιμο πλέον να υποδεχτεί την κύρια ατραξιόν. Παλιά, χρησιμοποιούσαν μηχανήματα καπνού και στροβόλια για να κάνουν την είσοδο του Ραχμάν πιο εντυπωσιακή. Με τον καιρό κατάλαβαν ότι στο συγκεκριμένο νούμερο περισσότερο βοηθά ο μινιμαλισμός. Τώρα, ο πρωταγωνιστής περπατά μέχρι το μέσο της σκηνής όπου και στέκεται σιωπηλός για λίγες στιγμές, κοιτάζοντας ερευνητικά το πλήθος. Έχει τρομερά έντονα μαύρα μάτια που σε συνδυασμό με τα δασύτριχα φρύδια του, στέλνουν ρίγη ανατριχίλας σε όποιον καρφωθούν. Επιλέγει μια νεαρή γυναίκα στην τρίτη σειρά.
– Εσείς κυρία μου, με το κίτρινο φόρεμα και το χαριτωμένο καπέλο. Σηκωθείτε παρακαλώ.
Η γυναίκα αιφνιδιασμένη που θ’ αποτελέσει μέρος της παράστασης, διστάζει ν’ αφήσει τη θέση της. Ο Γιάννης, έχοντας δει πλείστες όσες φορές την ίδια αντίδραση, τρέχει προς το μέρος της παροτρύνοντας το κοινό να την ενθαρρύνει. Αυτή με μια μικρή συστολή να χρωματίζει τα μάγουλά της, υποκύπτει στην πίεση του περίγυρου και αφήνει την καρέκλα της. Ο Γιάννης την οδηγεί στη σκηνή, ακριβώς μπροστά από το Ραχμάν. Αυτός της φιλά το χέρι, και καθώς σκύβει κοιτάζει με τρόπο τι κρύβει μέσα στο φόρεμά της.
Κάνει μερικούς κύκλους γύρω της, κουνώντας θεατρινίστικα τα χέρια του και μουρμουρίζοντας ακατάληπτες φράσεις με μπόλικα σύμφωνα, ώστε να μοιάζουν επιπλέον εξωτικές στ’ αυτιά των θεατών του. Που και που πιάνει χούφτες αέρα και τις φυσά προς όλες τις κατευθύνσεις. Συνήθως τέτοιες παραστάσεις προκαλούν το γέλιο, αλλά στην περίπτωση του Ραχμάν, το έμπειρο μάτι διακρίνει μια πλαστικότητα στις κινήσεις που μόνο οι σπουδές κλασικού μπαλέτου χαρίζουν και το άπειρο, απλά εντυπωσιάζεται.
– Σας λένε Μαρία, όπως και τη γιαγιά σας, είστε είκοσι τεσσάρων χρονών κι εργάζεστε στη βιοτεχνία πλαστικών του κ. Παπαδόγιαννη. Έχετε έναν γάτο, το Χιονάτο, που ονοματίσατε έτσι από το παραμύθι που σας διάβαζε η γιαγιά σας. Μέχρις εδώ σωστά;
– Μάλιστα.
Χλιαρά χειροκροτήματα από το μη εντυπωσιασμένο πλήθος. ο Ραχμάν ξύνει το κεφάλι του κάτω από το κατακόκκινο φέσι του, δήθεν σκεφτικός. Αυτό είναι άλλωστε και η σταθερά πρώτη πράξη της ρουτίνας του. Να κάνει το κοινό να πιστέψει ότι δεν παρακολουθεί κάτι το ιδιαίτερο. Ενδόμυχα ότι μάλλον σε τσαρλατάνο έχουν πέσει. Μετά όμως, περνά στη δεύτερη πράξη,την καλή. Συνήθως αυτή γίνεται στο φινάλε, για να τραντάξει τους θεατές με την τελευταία εντύπωση, λόγω έλλειψης χρόνου όμως (λόγω μιας μεγάλης έκτακτης εμπορικής έκθεσης εκεί κοντά) απόψε πρέπει να φορτσάρει από την αρχή.
-Χμμμ, ξέρω τι σκέφτεστε. Αυτά μπορεί να τα έχει μάθει από τον οποιοδήποτε. Δεν είναι δα και μυστικά όπως ας πούμε μια ελιά χαμηλά στο δεξί…μπούστο της!
Η νεαρή γυναίκα γίνεται κόκκινη σαν παντζάρι, δείγμα ότι ο Ραχμάν έχει πέσει μέσα στην περιγραφή της απόκρυφης κοσμετολογικής λεπτομέρειας. Όλοι ξεσπούν σε δυνατά γέλια, γαργαλημένοι από την πιπεράτη, για το ήθος του χωριού, αναφορά. Τους έχει ξανακερδίσει.
– Βλέπω ότι σας έφερα σε δύσκολη θέση δεσποινίς μου και να με συγχωρείτε γι’ αυτό. Εμείς οι καλλιτέχνες μερικές φορές δεν έχουμε το Θεό μας. Επιτρέψτε μου να κάνω κάτι που θα σας αποζημιώσει. Πριν τρεις μέρες, χάσατε κάτι που αγαπάτε πολύ. Βλέπω ότι είναι κάτι μικρό και στρογγυλό. Ένα κόσμημα, ίσως δαχτυλίδι;
– Μάλιστα, ένα δαχτυλίδι της γιαγιάς μου!
– Και μέχρι απόψε, έχετε πει πουθενά ότι το έχετε χάσει;
– Όχι, όχι, έψαξα παντού αλλά σε κανέναν δεν το έχω αναφέρει.
– Ο Ραχμάν που τα βλέπει όλα, ο Ραχμάν που τα ξέρει όλα, θα βρει απόψε το δαχτυλίδι σας. Πρώτα θέλω να πείτε στον κόσμο πως μοιάζει.
– Χρυσό με μια μικρή πράσινη πέτρα. Η γιαγιά μου το έφερε από τη Σμύρνη το ’22. Ήταν το μόνο ενθύμιο που είχα από αυτήν.
– Όχι είχατε ωραία μου δεσποινίς, έχετε. Ο Ραχμάν που τα βλέπει όλα, ο Ραχμάν που τα ξέρει όλα, θα επιστρέψει το δαχτυλίδι σας. Αλλά θα χρειαστεί μια μικρή βοήθεια από την κεφαλή του τόπου. Κύριε Κοινοτάρχα, ελάτε στη σκηνή.
Ο Κοινοτάρχης, ισιώνοντας το σακάκι του, συντροφεύει τους δυο τους χαμογελώντας πλατιά και χαιρετώντας.
– Κύριε Κοινοτάρχα, είναι καθήκον σας να φροντίζετε τους συντοπίτες σας. Πείτε μας, τι θα κάνετε για το πρόβλημα της δεσποινίδος μας εδώ;
– Αν ήμουν ελεύθερος, θα της αγόραζα ένα καινούργιο, αρραβώνων εννοείται. Αλλά ως ευτυχής οικογενειάρχης, θα παραχωρήσω την τιμή σε κάποιον από τους νέους άντρες μας.
Νέα δυνατά γέλια. Ένας πνευματώδης εθελοντής όπως ο Κοινοτάρχης είναι δώρο για το Ραχμάν, μιας και κάνει τη δική του δουλειά ευκολότερη.
– Κυρίες και κύριοι, αυτός ο άνθρωπος είναι κόσμημα για την κοινωνία σας. Και ένα κόσμημα είναι ότι χρειάζεται για να προσελκύσει ένα άλλο κόσμημα. Βάλτε παρακαλώ το χέρι στη δεξιά σας τσέπη.
Ο άντρας, με αμφιβολία, χώνει το χέρι του στην τσέπη και αμέσως η αμφιβολία του μετατρέπεται σε έκπληξη, καθώς βγάζει από αυτήν ένα χρυσό δαχτυλίδι με πράσινη πέτρα. Αποσβολωμένος βλέπει το Ραχμάν να το παίρνει από εκείνον και να το περιφέρει στη σκηνή σαν τρόπαιο νίκης.
– Είναι αυτό το δαχτυλίδι σας δεσποινίς;
– Μα..μάλιστα!
Το περνά στο δάχτυλό της, χτυπά φιλικά στην πλάτη τον αποσβολωμένο Κοινοτάρχη, ενώ το πλήθος όρθιο τον αποθεώνει. Μετά από τέτοιες δυνατές παραστάσεις δε συνεχίζει, εντός σκηνής τουλάχιστον. Εκτός, ανάμεσα σε χειραψίες και συστάσεις κλείνει την κύρια εργασία που δεν είναι άλλη από ιδιωτικά ραντεβού για δύο έως τρεις μέρες. Εκεί θα φανερώσει τα μελλούμενα, θα προσφέρει γούρια και θα λύσει ή θα δέσει μάγια, με το αζημίωτο φυσικά.
Πριν η τριανδρία ξεκινήσει για τον επόμενο προορισμό της, ο Ραχμάν πρέπει να περάσει, όπως και πριν μια εβδομάδα, από το καφενείο. Μόνο που τώρα μπορεί να πάει με τη μεγάλη στολή αντί για τα «πολιτικά» ρούχα, δηλαδή το απλό σακάκι που δεν τραβά την προσοχή. Ο Μεμάς δικαιούται μια γερή αμοιβή όχι μόνο για το δαχτυλίδι που σούφρωσε και ο Γιάννης έχωσε με τρόπο στην τσέπη του Κοινοτάρχη, αλλά γιατί το μπανιστήρι του στην κοπελίτσα (η πληροφορία για την ελιά στο στήθος) είναι μια λαμπρή ιδέα που θα χρησιμοποιήσει και στο μέλλον.