Αγαπητό μου ημερολόγιο, σήμερα Μεγάλη Πέμπτη, είναι η μέρα που παραδοσιακά βάφουμε τα κόκκινα αυγά. Εντάξει, όχι μόνον κόκκινα πλέον, αλλά κατεξοχήν, σίγουρα.
Από το σχολείο ακόμη μαθαίναμε τους αμέτρητους συμβολισμούς που κρύβουν τόσο τ’ αυγά όσο και το μπογιάτισμά τους. Τηρώντας λοιπόν τα πατροπαράδοτα, πήγα μέχρι το σούπερ να ψωνίσω τ’ απαραίτητα, ήτοι αυγά, ξύδι και βαφή.
Αυτήν τη διαδικασία είχα να την κάνω χρόνια, οπότε οι συγκρίσεις του τότε με το τώρα είναι από αναπόφευκτες έως επιβεβλημένες. Με πρώτη, την παρατήρηση ότι το 70% των πολλών συνψωνιστών μου (κατά το συναγωνιστών μου), προτιμούσαν τα ετοιμοβαμμένα. Κάτι αναπάντεχο μιας και με τα vlog που κυκλοφορούν τελευταίως, φανταζόμουν ότι το live βάψιμο θα είχε την τιμητική του.
Επίσης δε βρήκα εκείνες τις παλιές παραδοσιακές μπογιές, που ήταν σαν τσιμεντόσκονη. Ξέρεις ποιες λέω, εκείνες που δεν έβαφαν απλά το αυγό μέχρι τον πυρήνα, τον διαπερνούσαν κι έβαφαν μέχρι τον πάτο της κατσαρόλας, σαν το τοξικό αίμα του Alien. Μαζί, δε βρήκα και τα οβάλ αυτοκόλλητα/διακοσμητικά με τις τσομπανοπούλες, τους μουστακοφόρους τσολιάδες και την ύπαιθρο στο background. Τι να κάνουμε, αλλάζει ο κόσμος, αλλάζουμε μαζί του κι εμείς.
Με ό,τι βρήκα, γύρισα σπίτι, έβαλα νερό να βράσει, πρόσθεσα τη μπογιά, μπόλικο ξύδι και όταν από την εμπειρία μου, είδα ότι το χαρμάνι ήταν έτοιμο, άρχισα να βουτάω τ’ αυγά. Μέσα στα χρόνια, έχω διαβάσει πάμπολλες συμβουλές για το πως και πόσο πρέπει να βράσουν τ’ αυγά με τη βαφή ώστε να μη ραγίσουν. Κι έχοντας δοκιμάσει όλες τις προτεινόμενες μεθόδους, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι είναι θέμα τύχης ή αν προτιμάτε, πιθανοτήτων.
Πάνω από τα μισά μου βγήκαν αξιοπρεπή. Τα πέρασα και μια στρώση ελαιόλαδο, να γυαλίζουν. Τα υπόλοιπα θα πέσουν ενδόξως για την παρασκευή σαλάτας και λοιπών συμπληρωματικών εδεσμάτων, του Αναστάσιμου τραπεζιού. Έχω κρατήσει ένα στην άκρη, που μου φαίνεται στιβαρό, για το τσούγκρισμα.
Και του χρόνου.