Ο Κύλος παρατηρεί τη Νιμ που ταΐζει τα κοτόπουλα. Όλες αυτές τις μέρες έχει ριχτεί με τα μούτρα στη δουλειά, προσπαθώντας ν’ αποφύγει τη Χαπέτ. Ακόμη και τα βράδια κοιμάται έξω στην αυλή, πάνω σ’ ένα αυτοσχέδιο στρώμα από άχυρα. Η όλη κατάσταση, εκτός του ότι εγείρει εμπόδια στο σχέδιό του, προκαλεί και εκνευρισμό στη μικρή τους κοινότητα.
Από σιμά έχει και τους συντοπίτες του. Οι οποίοι, μην έχοντας πολλές διασκεδάσεις, επισκέπτονται συχνά πυκνά το μαντείο, με κάθε ανόητη δικαιολογία που μπορεί να σκεφτεί νους ανθρώπου, μόνο και μόνο για να χαζέψουν τις ξένες. Καλά, το τελευταίο δεν είναι και τόσο άσχημο μιας και ποτέ δεν έρχονται με άδεια χέρια. Άσε που μπορεί να τους δίνει ό,τι απάντηση θέλει. Αλλά, η τρέχουσα κατάσταση δε μπορεί να συνεχιστεί. Τι στον Άδη μέγας ιερέας είναι, αν δε μπορεί να δώσει μια λύση;
Μ’ ένα του νεύμα καλεί τη Νιμ κοντά του. Εκείνη πριν τον πλησιάσει, ισιώνει το λευκό και όμορφο φόρεμά της και πλένει τα χέρια της. Πολύ θα ήθελε να πλύνει και τα πόδια της αλλά έχει ήδη εμπεδώσει ότι εκτός από τις μεγάλες γιορτές, τα καθαρά πόδια θεωρούνται κάτι σαν αμαρτία εδώ.
-Κάνε ένα διάλλειμα.
-Είναι πολλές οι δουλειές που πρέπει να γίνουν και δε θέλω να με πάρει η νύχτα.
-Οι δουλειές κόρη μου, δεν τελειώνουν ποτέ. Πάντως πρέπει να παραδεχτώ πως έχεις αξιοθαύμαστη αντοχή στη ζέστη.
– Η ζέστη σας κύριε, είναι δροσιά μπροστά στη ζέστη της πατρίδας μου. Αν δεν είχατε τόση σκόνη μα τους θεούς, θα έλεγα ότι ζείτε στη γη των Μακάρων.
Ο Κύλος γελά δυνατά, χτυπώντας το γόνατο με την παλάμη του.
-Να θυμάμαι να το λέω στους πιστούς που γκρινιάζουν για τη ζέστη. Αλλά και η φίλη σου είναι ασυνήθιστα ανθεκτική για κάποια που μεγάλωσε με ανέσεις.
Η Νιμ δεν απαντά.
-Πες μου κόρη μου, τόσο σε πείραξε αυτό που είπε και δε μπορείς να τη συγχωρήσεις;
-Όλη μου τη ζωή κύριε, οι άνθρωποι με θεωρούν κατώτερη από τους ίδιους. Φαίνεται ότι έκανα πολλά κακά πριν καν γεννηθώ και η μοίρα μου τα ξεπληρώνει έτσι. Αλλά, και αν ήμουν σκλάβα πριν σκλάβα τώρα, εδώ αισθάνομαι ήσυχα. Και όμορφα. Η Χατέπ ήταν εκείνος ο άνθρωπος που δεν είχα ποτέ. Σύντροφος. Μέχρι που έβαλε τα πράγματα στη θέση τους.
-Εσύ μέσα στη δυστυχία σου, έχεις σκληραγωγηθεί. Το φορτίο που κουβαλάς, το αντέχεις καλύτερα από κείνη. Αναλογίσου ότι αυτή η δυσκολία που περνάς, είναι η δέκατη ίσως και η εικοστή. Για τη Χατέπ είναι η πρώτη. Και της είναι δέκα, είκοσι φορές πιο δύσκολα από σένα να τη συνηθίσει. Όσα είπε ήταν απλά μιαν αντίδραση σε αυτό. Μια αντίδραση για την οποία έχει μετανιώσει.
-Προσπαθείτε να τη δικαιολογήσετε;
-Σου δίνω απλά μία διαφορετική οπτική. Και θα σου δώσω ακόμη μια πιο πρακτική. Αριθμητικά, οι φίλοι σου δεν είναι τόσοι που να έχεις την πολυτέλεια να τους διατηρείς ή όχι στη ζωή σου.
Η Νιμ κουνιέται από τη θέση της ελαφρά ταραγμένη.
-Αυτό δεν είναι απειλή, είναι διαπίστωση. Είστε δύο κοπέλες μόνες τους, μακριά από τα σπίτια τους. Ακόμη χειρότερα, που δε μπορούν καν να γυρίσουν σπίτια τους η καθεμιά για το λόγο της. Είναι προς το συμφέρον σας να είστε ενωμένες. Όλοι δικαιούνται μια δεύτερη ευκαιρία. Φιλιώστε και σου υπόσχομαι, αν το ξανακάνει να της απαγορέψω να βάφεται για ένα χρόνο.
Η Νιμ χαμογελά πλατειά με το αστείο του Κύλου. Μέσα της θέλει και αυτή εδώ και καιρό να ξαναγίνουν φίλες. Ο λόγος του γέροντα, εξανεμίζει τους τελευταίους της δισταγμούς. Υποκλίνεται ελαφρά, πλησιάζει τη Χατέπ που κουβαλά δύο πιθάρια με νερό, παίρνει το ένα και με ένα σκούντημα στον ώμο, της δίνει να καταλάβει ότι όλα έχουν φτιάξει μεταξύ τους.
Ο Κύλος γυρνά προς το μέρος του Άριστου που σταυροπόδι λίγο πιο πέρα, γυαλίζει με μανία το μεγάλο χάλκινο λαγήνι.
-Μπορείς να σταματήσεις να υποκρίνεσαι ότι δεν ακούς, Άριστε. Και βάστα λίγο με το τρίψιμο, θα το λιώσεις.
Ο νεαρός μαζεύει γρήγορα τα συμπράγκαλά του και φεύγει τρέχοντας προς τη μεγάλη καλύβα. Ο Κύλος αφήνει το κορμί του να γείρει στη σκιά και αρχίζει να συλλογιέται. Μέχρι τώρα έχει καταφέρει να κρύψει την αρρώστια του απ’ όλους, όμως η ώρα που οι θεοί θα τον καλέσουν κοντά τους πλησιάζει κάθε μέρα και λίγο περισσότερο. Πρέπει να επισπεύσει τις διαδικασίες της αντικατάστασής του.
Σκέφτεται, ακόμη μια φορά, να τα παρατήσει όλα και να πάρει τα μάτια του να φύγει. Να περιδιαβεί στις αρχαίες γαίες της νιότης του και να συναντήσει ξανά εκείνους τους φίλους που τον ξέρουν με άλλο όνομα. Όσοι από αυτούς ζουν ακόμη τουλάχιστον. Αλλά μετά από τόσον αγώνα που έχει κάνει για τούτον το ναό, δε του πάει η καρδιά να τα παρατήσει. Χαμένος στους λογισμούς του, αργεί να καταλάβει ότι οι άλλοι δύο ιερείς έχουν κάτσει δίπλα του.
Δε μιλούν, γιατί από χρόνια έχουν πάρει όρκο σιωπής που δεν έσπασαν ποτέ, αλλά τον κοιτούν με τρυφερότητα. Οι τρεις τους έχουν περάσει μια ζωή μαζί, εδώ στον ξερότοπο. Υπηρετώντας το δέντρο. Του σφίγγουν τα χέρια σα να του λένε «εντάξει καταλαβαίνουμε ότι εσύ τραβάς τα περισσότερα, αλλά είμαστε κι εμείς εδώ. Πες μας τι να κάνουμε».
-Σκέφτομαι ν’ αρχίσω την εκπαίδευση των κοριτσιών. Θαρρείτε πως βιάζομαι;
Οι δύο γνέφουν ταυτόχρονα κουνώντας τα κεφάλια τους δεξιά-αριστερά. Δείχνουν τις κοπέλες που τώρα γελάνε κάτω από τον καυτό ήλιο και με ένα κοινό νεύμα, του δίνουν να καταλάβει ότι ο καιρός είναι σωστός. Αυτό μαζί με τα φωτεινά χαμογελαστά πρόσωπά τους τον ανακουφίζει αρκετά, κάνοντας τον πόνο στο στήθος του να υποχωρήσει. τους χτυπάει φιλικά στην πλάτη.
Οι τρεις γέροντες κατευθύνονται αργά προς τη μεγάλη καλύβα, απ’ όπου πετάγεται ο Άριστος. Έχει ετοιμάσει τα στρώματά τους, γιατί αυτή είναι η ώρα του «διαλογισμού» όπως έχουν βαφτίσει το μεσημεριανό υπνάκο τους. Τους βοηθά να ξαπλώσουν και βεβαιώνεται ότι έχουν αποκοιμηθεί πριν, ελαφροπατώντας, κλείσει τη λεπτή ξύλινη πόρτα πίσω του. Ακριβώς απ’ έξω τον χαιρετούν με χαρούμενες φωνές η Νιμ και η Χατέπ κι εκείνος τους κάνει νόημα φέρνοντας τα δάχτυλο στα χείλη, ότι πρέπει να ησυχάσουν.
Οι κοπέλες πνίγουν στις παλάμες τα γέλια τους, τον βάζουν στη μέση, πλέκουν τις μασχάλες τους στις δικές του και τον τραβούν μακριά από την καλύβα, φέρνοντας με αστείο τρόπο τα δάχτυλά τους στα χείλη, έτσι για να τον πειράξουν λίγο. Ο Άριστος χαίρεται που παίζουν μαζί του και για μια στιγμή ξεχνιέται και γελά δυνατά.
-Τι θα γίνει ρε παιδιά; Θα μας αφήσετε να διαλογιστούμε μεσημεριάτικα;
Η παρέα με πνιχτά, όσο μπορεί, γέλια φεύγει τρέχοντας έξω από την ακουστική ακτίνα της καλύβας.