Το μεγάλο αγέρωχο δέντρο, περιτριγυρίζεται από έναν αραιό και κακοφτιαγμένο φράχτη. Όχι για προστασία, μιας κι ένα παιδί μπορεί να τον δρασκελίσει, αλλά για τελετουργικούς σκοπούς. Το κάθε ξύλο έχει χαραγμένο επάνω του ένα σημάδι και όλα μαζί είναι δώδεκα. Όσοι και οι θεοί του Ολύμπου.
Στέκονται από το πρωί εκεί, από την ώρα που ο νεαρός τις οδήγησε απέναντι από την είσοδο της περίφραξης, χωρίς να έχει συμβεί κάτι στο μεταξύ. Συνηθισμένες στους αργούς ρυθμούς των κυρίων τους, περιμένουν. Αργά ή γρήγορα θα φανούν, όπως πάντα.
Ο νεαρός δείχνει ιδιαίτερα ενεργητικός σήμερα. Αφού διώξει μια κότα που έχει παρανόμως εισέλθει στην εσωτερική μεριά του φράχτη, τις πλησιάζει και προσπαθεί να τους πιάσει την κουβέντα.
«Άριστος» επαναλαμβάνει συνέχεια, χτυπώντας το στήθος του. Δε χρειάζεται μυαλό για να καταλάβουν ότι αυτό είναι τ’ όνομά του. Η μικρή γυρνά το βλέμμα της προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ακόμη και σαν σκλάβα, η αρχοντική της καταγωγή δεν τις επιτρέπει να συναναστρέφεται με πληβείους. Άνευ λόγου τουλάχιστον.
Αντίθετα η μεγάλη βγάζει ένα μικρό χαρούμενο ήχο, ανακατεμένο με έκπληξη. Χτυπά με τη σειρά της το στήθος της, πάνω από το λευκό της φόρεμα, κάνοντας το ν’ ανεβοκατέβει ρυθμικά για μια στιγμή. «Νιμ, Νιμ». Οι πρώτες λέξεις που αλλάζει μ’ οποιονδήποτε πέραν της φίλης της, την κάνουν χαρούμενη.
Η συζήτησή τους σταματά τόσο απότομα όσο ξεκίνησε. Αιτία είναι η προσέλευση μιας ομάδας κατοίκων της περιοχής. Περνούν τη χαμηλή πύλη, περπατώντας αργά. Κρατούν αυγά, φρούτα, κουνέλια ζωντανά και μικρά πάνινα κουκλάκια. Προφανώς δώρα ή προσφορές. Ο Άριστος τρέχει, τα παίρνει από τα χέρια τους και μπαίνει στην κοντινότερη καλύβα. Ξαναβγαίνει γοργά όμως τα χέρια του είναι πλέον άδεια.
Καθοδηγεί τους επισκέπτες και τους τοποθετεί κοντά στα δύο κορίτσια. Στην αρχή δεν τους δίνουν σημασία. Κοιτάζουν με δέος το μεγάλο δέντρο και μουρμουρίζουν. Ένας, προσπαθεί να πλησιάσει. Σιμότερα απ’ ότι επιτρέπεται, κρίνοντας από τις φωνές του Άριστου αλλά και τον υπολοίπων, που τον επαναφέρουν στην τάξη.
Αυτοί, είναι οι πρώτοι από πολλούς. Σύντομα η αυλή γεμίζει με άτομα κάθε ηλικίας και κοινωνικής τάξης. Ο καθένας φέρνει κάτι και το παραδίδει στον Άριστο, που το εξαφανίζει χωρίς δεύτερη σκέψη. Είναι τόσος ο κόσμος και τόσα τα δώρα, που οι κοπέλες χασκογελάνε, φανταζόμενες την καλύβα γεμάτη με καλούδια, έτοιμη να εκραγεί.
Αρκετοί πλέον τις κοιτάζουν με περιέργεια. Και επιφυλακτικότητα. Αν και στα χρώματα είναι παρόμοιες μ’ αυτούς, όλα τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά, κυρίως τα μάτια, προδίδουν την αλλογενή καταγωγή τους. Μερικοί δείχνουν εντυπωσιασμένοι, σίγουρα είναι οι πρώτες ξένες που βλέπουν στη ζωή τους. Ένα σγουρομάλλικο κοριτσάκι με μπαλωμένο φόρεμα τους δείχνει την πάνινη κούκλα που κρατά, ενώ η γιαγιά του το τραβά μαλώνοντάς το.
Μια παρέα νεαρά κορίτσια τις πλησιάζει και αρχίζει να περιεργάζεται τα ρούχα και κυρίως το μακιγιάζ τους. Μία από αυτές μάλιστα, ακουμπά τα σταχτένια τους φρύδια, βάζει το δάχτυλο στο στόμα και γελά δυνατά.
Η επιφαινόμενη αναρχία παίρνει τέλος όταν από το πουθενά εμφανίζονται οι τρεις γέροντες. Φορούν κατακόκκινα ρούχα με λευκούς μανδύες που σέρνονται στο έδαφος. Λουσμένοι, με περιποιημένες γενειάδες, πεντακάθαροι. Μέχρι και τα πόδια τους αστράφτουν σήμερα. Στοιχισμένοι σε μιαν ευθεία γραμμή, ευλογούν το πλήθος που ευλαβικά σκύβει το κεφάλι στο πέρασμά τους.
«Είναι Ιερείς! Ποιος να το φανταζόταν!» Η Νιμ κοιτάζει τη φίλη της που δείχνει το ίδιο εντυπωσιασμένη από την αποκάλυψη. Οι τρεις, έχουν φτάσει μπροστά τους. Ο γηραιότερος όλων τους γυρνά την πλάτη και δίνει μία κοφτή εντολή.
«Κρατήστε το μανδύα μου. Από τώρα και ώσπου να σας πω, δεν πρέπει ν’ ακουμπήσει το έδαφος».
Πιάνουν από μία άκρη και τον σηκώνουν στον αέρα. Ο άντρας αρχίζει να βαδίζει προς το μεγάλο δέντρο. Σταματά έξω από τον φράχτη, ακουμπά ένα ξύλο με χαραγμένο το σύμβολο του κεραυνού πάνω του και αρχίζει ν’ απαγγέλει με στεντόρεια φωνή.
Ανοίγει την πόρτα και με δώδεκα βήματα φτάνει μιαν ανάσα από τον τεράστιο κορμό. Χαϊδεύει με τ’ ακροδάχτυλά του το περίγραμμα ενός κομματιού που λείπει, κάνει λίγο πίσω και κοιτά ψηλά τα στιβαρά κλαδιά, γεμάτα φύλλα και καρπούς. Σηκώνει τα χέρια προς το μέρος τους και με φωνές αρχίζει να επικαλείται το Δία.
Σε απάντηση των προσευχών του, δυνατός άνεμος φυσά, σηκώνοντας ένα σύννεφο σκόνης που τυφλώνει όλους όσοι συμμετέχουν στην τελετή. Το μόνο που διακρίνουν είναι η φιγούρα του Ιερέα με τα μακριά μανίκια και τα εξίσου μακριά μαλλιά, ν’ ανεμίζουν βίαια.
Ένας απόκοσμος θόρυβος ακούγεται. Ο άνεμος που χορεύει μέσα από τα κλαδιά και τα φύλλα, δημιουργεί τέτοιους παράξενους ήχους, σα να παίζει μια μυστική μελωδία. Όλοι πέφτουν στα γόνατα. Άλλοι κλαίνε, άλλοι γελάνε, μερικοί λιποθυμούν. Σκυλιά ουρλιάζουν και σμήνη πουλιών πετάνε πάνω από το ιερό δέντρο.
Είναι σίγουροι ότι ο ίδιος ο Δίας τους μιλά. Και το κάνει μέσω του αέρα γιατί γνωρίζει ότι αν φανερωθεί μπροστά τους, η θεϊκή του λάμψη θα τους κάψει ζωντανούς. Είναι στ’ αλήθεια πάνσοφος ο πατέρας των θεών. Μερικά βελανίδια πέφτουν στο έδαφος. Αργότερα, θα τα μαζέψει ο Άριστος, να τα μοιράσει σε λεχώνες και αρρώστους, για προστασία.
Ο άνεμος λιγοστεύει σταδιακά μέχρι που σταματά εντελώς. Ο Ιερέας καλυμμένος με σκόνη από την κορυφή ως τα νύχια και με τη φωτιά να καίει ακόμη μέσα του, απευθύνεται στου πιστούς που τρεκλίζοντας, προσπαθούν να σταθούν στα πόδια τους.
«Ο Ζευς μας ευλόγησε. Η φετινή χρονιά θα είναι καλή. Υπάγετε εν ειρήνη».
Γυρνά προς τις δύο κοπέλες. Άσπρες σαν πανί απ’ ότι βιώσανε, σφίγγουν τις άκρες του ρούχου, σαν άγκυρα που τις κρατά δεμένες με τον κόσμο.
«Μπορείτε ν’ αφήσετε το μανδύα».