Κάθε φθινόπωρο στο χωριό μια από τις παραδόσεις που τηρούσαμε, ήταν και τα μπόλια.
Και όπως ήδη ανέφερα κάτω από την επικεφαλίδα, όχι τ’ αρνίσια. Μπόλια ονομάζαμε μια πηχτή γλυκιά σούπα ή μια πιο αραιή «μουσταλευριά» αν προτιμάτε, την οποία φτιάχναμε από σπόρους καλαμποκιού, ανακατεμένους με σιτάρι, σταφίδες και καρπούς. Σκεφτείτε το σα δημητριακά με μούσλι και σοκολατούχο γάλα για να καταλάβετε καλύτερα πώς έμοιαζε.
Χρησιμοποιούσαμε όσα μεγάλα καζάνια υπήρχαν στο χωριό επάνω σε υπαίθριες εστίες φωτιάς. Φέρναμε ο καθένας την προσφορά μας και η μαγείρισσα αφού έριχνε μέσα στο καζάνι όλα τα υλικά, τα έβραζε με νερό μέχρι να «χυλώσουν». Το τελικό προϊόν σερβιριζόταν σε μπολάκια με μπόλικη ζάχαρη και κανέλα. Τρωγόταν με το κουτάλι.
Τα μπόλια είναι στην πραγματικότητα ένα κατάλοιπο των «αναίμακτων προσφορών» των αρχαίων ημών προγόνων καθώς και καμπόσων αλλοεθνών. Όπου αντί για σφαγιασμένα ζώα, οι πιστοί προσέφεραν στους θεούς τους καρπούς και σπόρους ώστε αφενός να τους ευχαριστήσουν για τη σοδειά και αφετέρου να τους εξευμενίσουν χωρίς τη θυσία πολύτιμων αρνιών ή κατσικιών, σε αγροτικές κυρίως περιοχές.