Η αρχαία Αθήνα τρία πράγματα είχε πάντα σε μεγάλη ποσότητα. Στόλο, σύκα και δικηγόρους. Ένας από δαύτους ήταν και ο Κόρακας.
Ο Κόρακας δεν ήταν όμως απλά ένας δικηγόρος της σειράς. Διάσημος και πανάκριβος νομικός αλλά και καθηγητής, είχε φήμη ισάξια του Αλέξη Κούγια ή έστω του Διονύση Δάγκα. Ήταν λογικό λοιπόν, ο κάθε φέρελπις νέος που ήθελε να κάνει καριέρα στον κλάδο, να επιδιώκει να μαθητεύσει κοντά του. Ένας από αυτούς, ο Τεισίας, μη μπορώντας ν’ ανταποκριθεί στα υψηλά δίδακτρα, έκανε μια συμφωνία μαζί του να τον πληρώσει μόλις κερδίσει την πρώτη του δίκη.
Ο Κόρακας τη δέχτηκε, μάλλον γιατί ήταν καλοκαίρι και οι συνήθως δικομανείς Αθηναίοι έπρεπε να θερίσουν τα σπαρτά, και ξεκίνησαν τα μαθήματα. Κάποια στιγμή όμως ο δάσκαλος άλλαξε γνώμη και ζήτησε τα δίδακτρα. Ο Τεισίας αρνήθηκε, η διδασκαλία διακόπηκε και η υπόθεση έφτασε στα δικαστήρια. Στην αρχαία Ελλάδα ο κατηγορούμενος είχε το δικαίωμα να υπερασπίσει τον εαυτό του κι αυτό αποφάσισε να κάνει ο Τεισίας, έχοντας προφανώς τεράστια εμπιστοσύνη στις ικανότητές του.
Σαν υπόθεση δεν ήταν και τόσο ασυνήθιστη. Συχνά πυκνά σκάγανε κανόνια για χρωστούμενα στην αγορά. Το ασυνήθιστο σκέλος ακολούθησε κατά τη διάρκεια των αγορεύσεων. Εκεί όπου αρχικά ο Κόρακας υποστήριξε ότι αν κερδίσει τη δίκη πρέπει να πληρωθεί διότι θα έχει κερδίσει αλλά και αν τη χάσει πάλι πρέπει να πληρωθεί γιατί ο Τεισίας θα έχει κερδίσει την πρώτη του δίκη. Ο Τεισίας από την άλλη υποστήριξε ότι αν κερδίσει τη δίκη δεν πρέπει να πληρώσει διότι θα έχει κερδίσει και αν τη χάσει δεν πρέπει να πληρώσει γιατί δεν θα έχει κερδίσει ακόμη την πρώτη του δίκη.
Οι Δικαστές, μην έχοντας αντιμετωπίσει ξανά κάτι παρόμοιο και μη θέλοντας να δημιουργήσουν κακό νομικό προηγούμενο, αποφάσισαν αντί ετυμηγορίας να τους στείλουν στην ευχή του θεού με την παροιμιώδη φράση «από κακό κόρακα, κακό αυγό».