Η Μαρία τρέχει με όση ταχύτητα διαθέτουν τα μικρά της πόδια, κυνηγώντας τον Αριστείδη. Αν και συνομήλικοι, το αγόρι δείχνει αρκετά μεγαλύτερο και δυνατότερο από τ’ άλλα παιδιά του χωριού. Πράγμα παράξενο, ιδιαίτερα όταν κάποιος αναλογιστεί ότι τον περισσότερο καιρό του αντί να παίζει στη ζωογόνο ύπαιθρο, τον περνά κλεισμένος σε τέσσερεις τοίχους.
Ή μάλλον τον περνούσε. Απ’ τη στιγμή που το κορίτσι μετακόμισε – η σωστή λέξη θα ήταν εισέβαλε- στο σπίτι του, η ζωή του άλλαξε άρδην. Η μητέρα του αστειευόμενη, χαρακτήρισε την έλευση της Μαρίας και του πατέρας της σαν έτος μηδέν. Υπό την έννοια ότι σηματοδότησε μια καινή εποχή.
Μετά το αρχικό σοκ, τηλεόραση, ζεστό νερό, τουαλέτα μέσα στο σπίτι, η Μαρία ξεδίπλωσε πλήρως τον ανέμελο χαρακτήρα της. Η αυστηρή σκιά της Ευρυδίκης που σκέπαζε μέχρι και την τελευταία σπιθαμή της ιδιοκτησίας, διαλύθηκε από τον ηλεκτρισμό της μικρής γαλιάντρας*.
Ο Μηνάς θέλησε να τη συνετίσει, μισό από ντροπή και μισό από φόβο. Μάταιος κόπος. Όσο θα μπορούσε να συγκρατήσει έναν τυφώνα άλλο τόσο θα μπορούσε να συγκρατήσει κι αυτήν. Όταν συνειδητοποίησε μάλιστα ότι κανείς δεν ενοχλείται από την ενεργητικότητά της, εγκατέλειψε το αρχικό του σχέδιο και αφοσιώθηκε στην καινούργια του εργασία.
Ο Μήτσος ο Μουγκός του έδειξε ό,τι έπρεπε να κάνει από τούδε και στο εξής. Κατόπιν, αποχαιρέτησε με δάκρυα στα μάτια τ’ αφεντικά του και αποσύρθηκε με τη γυναίκα του στο σπιτάκι που του χάρισε ο Νικήτας. Εκεί θα περνούσε τον καιρό του ακούγοντας ραδιόφωνο και πίνοντας τσίπουρα.
«Ήθελα να ήξερα γιατί πρέπει πάντα να τρέχετε»
Η βαριά προφορά της Γκρέτχεν, κάνει τα δύο παιδιά να σταματήσουν το ποδοβολητό και να κατευθυνθούν ήσυχα ήσυχα προς το δωμάτιο του Αριστείδη. Είναι ώρα για παιδικά στην τηλεόραση, μαζί με ψωμί-τυρί. Η όρεξη ανοίγει όταν είσαι μικρός και γρήγορος.
Δίπλα στη Γερμανίδα στέκεται η Ευρυδίκη, χαμογελώντας. Δεν τ’ ομολογεί αλλά της αρέσει ο νέος άνεμος που φυσά στο σπιτικό της. Η κρυφή της επιθυμία για μία κόρη έχει πάρει σάρκα και οστά. Και μια κόρη όπως τη θέλει. Ευγενική, πρόθυμη και υπάκουη. Άσε που είναι πανέξυπνη, διάολος σκέτος. Μία φορά της δείχνεις κάτι και τη δεύτερη το κάνει μόνη της. Σε λίγες ημέρες που αρχίζει το σχολειό πρέπει να μιλήσει με το Σόλωνα, για ιδιαίτερα μαθήματα.
Ένα χέρι ακουμπά τον ώμο της. Είναι ο Νικήτας που κοιτάζει τα δύο παιδιά, καθισμένα πλέον στο πάτωμα και προσηλωμένα στην εκπομπή τους. Η γυναίκα χαμογελά πλατύτερα βλέποντας το πρόσωπο του αντρός της να λάμπει από χαρά. Μέχρι που φτάνει στα μάτια του. Κάθε φορά που κλείνει μιαν εξαιρετική εμπορική συμφωνία, έχει ένα συγκεκριμένο βλέμμα. Ακριβώς σαν αυτό.
«Καλά τα πάνε μεταξύ τους».
«Πάντα τα πηγαίνουν καλά. Ταιριάζουν τα χνώτα τους».
«Ο Αριστείδης δείχνει άλλος άνθρωπος. Όλο αυτό του κάνει καλό».
«Είναι το αποτέλεσμα της καλή σου πράξης . Ο Θεός βλέπει και αμοίβει».
«Για πες, αυτές τις μέρες είδες … τίποτα;»
«Όχι».
Ο κοφτός της τόνος είναι πάντα το σημάδι ότι η συζήτηση έχει λάβει τέλος. Του γυρίζει την πλάτη και κατευθύνεται προς την κουζίνα.
«Έλα Γκρέτα, έχουμε δουλειές. Το πανηγύρι είναι σχεδόν έξω απ’ την πόρτα μας».
«Γκρέτχεν» μονολογεί, ακολουθώντας την.
*Γαλιάντρα. Μικρό πουλί. Μεταφορικά η πολυλογού ή γοητευτική γυναίκα.