Ο Μηνάς ανοίγει το τελευταίο πακέτο με τα δώρα του Νικήτα από την πρωτεύουσα. Λευκά πουκάμισα, μαύρα παπούτσια και ένα ολοκαίνουργιο ρολόι είναι μόνο μερικά. Δίπλα του η Μαρία, με μικρές κραυγές χαράς, ανακαλύπτει τα δικά της. Καθισμένη στο πάτωμα ανάμεσα σε ένα σωρό παιχνίδια, γυρίζει γύρω από τον εαυτό της, χωρίς να ξέρει ποιο να πρωτοδιαλέξει. Παίρνει μια μεγάλη κούκλα, ντυμένη με φουστάνι από λαμπερό ύφασμα και τρέχει να τη συστήσει στη δική της. Τη φτωχή, φτιαγμένη από παλιόπανα, Μαρίκα. Είναι σίγουρη ότι θα γίνουν πρώτες φίλες.
‘’Σα να μη μας τα λες καλά Νικήτα. Δεν είναι στο συνήθειό σου να κάνεις το μάγο με τα δώρα’’.
‘’Δεν πιστεύεις στην καλοσύνη των ανθρώπων Μηνά;’’
‘’Από τη μέρα που είδα τον πατέρα μου να δέρνει τη μάνα μου για να της πάρει το μεροκάματο. Ξέρω ότι συμπαθείς την κόρη μου. Επίσης ότι δεν κάνεις τίποτε χωρίς αντάλλαγμα. Και το μικρό μου το μυαλό, μου λέει ότι το αντάλλαγμα έχει να κάνει με όσα είπαμε τις προάλλες’’.
‘’Σου επαναλαμβάνω ότι πλέον η κόρη σου, είναι κόρη μου. Ότι κάνω για τον Αριστείδη, το ίδιο θα κάνω για τη Μαρία. Άσε τα δώρα στην μπάντα και άκου με καλά. Η γυναίκα μου, με το μυαλό που κουβαλάνε όλες τους, μίλησε στο Μάξιμο’’.
Ο Μηνάς, ανήσυχος, καταλαβαίνει αμέσως τι εννοεί ο Νικήτας.
‘’Ο παπάς είναι αψύς αλλά είναι εντάξει. Και να τον σταυρώσεις δε θα βγάλει κουβέντα απ’ ότι του λένε οι Χριστιανοί. Το ξέρω από πρώτο χέρι’’.
‘’Είμαστε χωριό Μηνά. Κάνεις μας δεν έχει μυστικά από κανέναν. Ο ίδιος ο Άγιος να κατέβει, σε μία εβδομάδα θα ξέρουμε όλοι τι γίνεται στον παράδεισο’’.
‘’ Έστω. Είμαστε χωριό, εσύ το είπες. Ας το μάθουν όλοι, τι θα γίνει;’’
‘’Τι θα γίνει ή τι θα κάνουν; Ξέρεις τους χωριανούς μας για ανθρώπους με κατανόηση; Ή με ανοχή σε ότι δεν τους μοιάζει;’’
‘’Τι προτείνεις;’’
‘’Δίκαια ή άδικα, όλοι τους με υπολογίζουν περισσότερο από σένα. Όσο εύκολα θα τα βάλουν μαζί σου, τόσο δύσκολα θα τα βάλουν μαζί μου. Τον κάθε έναν τους τον κρατάω τόσο σφιχτά, που άμα κλείσω λίγο ακόμη το χέρι μου θα τον κάνω σκόνη. Όμως ο νόμος είναι σαφής. Μόνο ο γονιός και ο νόμιμος κηδεμόνας έχουν δικαιώματα πάνω σ’ ένα παιδί’’.
‘’Τι προτείνεις’’.
‘’ Άσε με να γίνω εγώ, κηδεμόνας επίσημος της κόρης σου. Για σένα δε θ’ αλλάξει τίποτα. Ούτε κανείς χρειάζεται να το μάθει, ούτε καν η ίδια. Όλα μείνουν ως έχουν. Αν είναι ανάγκη και μόνο, θα έχω δικαίωμα να επέμβω, χωρίς κανείς να με ρωτήσει γιατί ανακατεύομαι. Ο δικηγόρος μου είναι τσακάλι, θα κανονίσει τα πάντα. Εσύ δεν έχεις ν’ ανησυχήσεις για τίποτα’’.
‘’Μόνο για την κόρη μου. Είναι αστείο ξέρεις, από κει που δεν είχε καλά καλά έναν πατέρα να βρεθεί με δύο. Θα είμαστε σα το βιβλίο που μας διάβαζε ο δάσκαλος στην τάξη. Ο πλούσιος και ο φτωχός’’.
‘’ Όχι απαραίτητα. Ο Μήτσος ο μουγκός παραγέρασε. Χρειάζομαι ένα καινούργιο δεξί χέρι. Μπορείς να δουλέψεις για μένα. Μισθός, φαγητό και το δωμάτιο του Μήτσου, μεγαλύτερο από το σπίτι σου, να μείνεις με την Μαρία. Η οποία δε θα έχει όπως λες δυο πατεράδες, θα έχει μια μάνα’’.
‘’Απ’ όσα είπες, αυτό το τελευταίο είναι που αξίζει. Άσε μου μια μέρα να το σκεφτώ. Ούτε καν, θα σου απαντήσω αύριο το πρωί’’.
Ο Νικήτας αποχωρεί, φανερά ευχαριστημένος από την εξέλιξη της συζήτησής τους. Αποφασίζει με το που θα γυρίσει σπίτι, να τηλεφωνήσει στο κύριο Αδάμ. Όσο ικανός και να είναι ο Γενικός, ένα μικρό σκούντηγμα δε βλάπτει.
Ο Μηνάς βγαίνει στο κατώφλι και χαζεύει την κόρη του, με τα καινούργια της παιχνίδια. Δε θυμάται πότε ήταν η τελευταία φορά που την είδε τόσο ευτυχισμένη. Σίγουρα όχι από κάτι που έκανε αυτός. Τώρα του δίνεται μίαν ευκαιρία να γίνει επιτέλους ένας σωστός πατέρας. Άλλωστε σιγά τις δουλειές που κάνει ο μούτος. Αυτός θα τα καταφέρει καλύτερα. Φαΐ, σπίτι και λεφτά. Και μια μάνα, ψυχομάνα, για τη μικρή. Να τις πει δυο κουβέντες γυναικείες σαν έλθει η ώρα της.
Κάτι όμως τον τρώει μέσα του. Αν παραδώσει την επιμέλεια της κόρης του, έστω και τυπικά, θα παραδώσει και την ίδια. Ξέρει πως με χαρτί ή χωρίς χαρτί, ο έμπορας θα βρει τρόπο να του τη φέρει. Ας την αφήσει τουλάχιστον για σήμερα να χαρεί. Και η αυριανή, μέρα για προβλήματα είναι.
Ο ύπνος του είναι λίγος και ανήσυχος. Σηκώνεται, φορά ότι βρίσκει κοντά του και περπατώντας στις μύτες για να μην ξυπνήσει τη μικρή που κοιμάται δίπλα του, βγαίνει στο κατώφλι. Μετά από χρόνια μιας ζωής που απλά υπάρχει και βρίσκεται, δεν του είναι εύκολο να πάρει μια σοβαρή απόφαση.
Ο Νικήτας ζει σε παλάτι. Με θερμοσίφωνο, με ψυγείο, με τηλεόραση στο σαλόνι. Μόνο τα δώρα που τους έφερε, είναι περισσότερα απ’ ότι έχουν μέσα στο σπίτι τους. Στο βάθος όμως, με τα καλά και τα στραβά, η Μαρία είναι το μόνο πράγμα για το οποίο μπορεί να νιώθει μια στάλα περήφανος.
Βέβαια οι σάπιοι τοίχοι, η ξερή αυλή, η μικρή εξωτερική τουαλέτα, δε δυναμώνουν ιδιαίτερα την περηφάνια του. Ας καθυστερήσει λιγάκι ακόμη. Ας τελειώσει η Κυριακάτικη λειτουργία πρώτα. Και βλέπουμε.