Όλο το χωριό έχει μαζευτεί έξω από το μπακάλικο του Νικήτα και χαζεύει το θέαμα. Συγκεκριμένα, δύο άντρες που προσπαθούν να συνεννοηθούν με το Μήτσο το μουγκό. Δείχνουν τόσο επίσημοι όσο και θυμωμένοι. Έχουν πετάξει τις βαριές δερμάτινες τσάντες τους στο χώμα και φωνάζουν στο Μήτσο, ν’ απαντήσει στην ερώτησή τους. Που είναι το αφεντικό.
Μάταια προσπαθεί ο καψερός να τους δώσει να καταλάβουν, κουνώντας τα χέρια του με όση δύναμη διαθέτει, ότι δεν μπορεί να τους εξυπηρετήσει μιας και όχι μόνο δε μιλάει αλλά είναι και τελείως αγράμματος για να τους το γράψει. Πιστεύοντας ακράδαντα ότι τους κοροϊδεύει, απειλούν να τον στείλουν στα κάτεργα αν δε συνεργαστεί. Ποια κάτεργα, στην ηλεκτρική καρέκλα!
Ο κακομοίρης, ασυνήθιστος σε τέτοια μορφή λεκτικής βίας, είναι έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Κάτι που ουδόλως συγκινεί τους ανακριτές του οι οποίοι βλέποντάς τον έτοιμο να σπάσει, εντείνουν την πίεσή τους. όσο για τους χωρικούς, παρακολουθούν και χασκογελάνε, σα να βλέπουν μπροστά τους μια σουρεαλιστική θεατρική παράσταση.
«Τι γίνεται εδώ;»
Ίδιος Μωυσής ο Μάξιμος, χωρίζει στα δύο το πλήθος με τη βροντερή του φωνή. Περνά ανάμεσά τους και αγκαλιάζει στοργικά το θύμα. Του ψιθυρίζει δύο παρηγορητικά λόγια, πριν τον στείλει μέσα στο μαγαζί, και γυρνά προς τους νεοφερμένους.
« Ο αμνός αυτός, άτυχος από γεννησιμιού, δεν έχει την ικανότητα του λόγου. Ο Κύριος όμως, που βλέπει τα πάντα, έχει βάλει γύρω του τους χωριανούς του για να τον βοηθούν. Έστω κι αν μερικές φορές ξεχνούν το χρέος τους».
Αυτές οι κουβέντες κάνουν όλα τα κεφάλια να σκύψουν ντροπιασμένα. Μερικοί, για εξιλέωση, βγαίνουν από τη νοητή εξέδρα και στέκονται δίπλα στον πνευματικό τους, περικυκλώνοντας κατά κάποιο τρόπο τους δύο άντρες. Ο ένας, νεαρός αμούστακος, τα χάνει. Ο άλλος, πιο παλιός και ψημένος στα κόλπα, δε δείχνει ιδιαίτερα εντυπωσιασμένος.
«Τώρα που τελείωσες το λόγο σου παπά και αφού ο προστατευόμενός σου δε μπορεί να μας βοηθήσει, ίσως εσύ να μας πεις που βρίσκεται αυτός που ψάχνουμε. Πρόκειται για ένα σοβαρό θέμα. Η συνεργασία η δική σου και όλων σας επιβάλλεται από το νόμο. Η άρνηση συνεργασίας, τιμωρείται».
Εκτός από τον απειλητικό τόνο που προσπαθεί να προσδώσει στα λεγόμενά του, χτυπά με δύναμη τη χοντρή μεταλλική του πένα στο στήθος του Μάξιμου. Έτσι θα δώσει στους χωριάτες να καταλάβουν καλύτερα ποιος είναι η πραγματική εξουσία. Εκείνος, αφού τον αφήνει να παίξει λίγο, αρπάζει τη χοντρή μεταλλική πένα μέσα από το χέρι του και με μια κίνηση τη σπάει στα δύο σαν κλαδάκι.
«Συγγνώμη, δεν το ήθελα».
Όλοι ξεραίνονται στα γέλια με το σχόλιο και το ψευτοκακόμοιρο ύφος που παίρνει.
«Για να μη το κουράζουμε, ο Νικήτας δίνει τόση αναφορά για το που πάει όση και η αρκούδα για το που θα χέσει στο δάσος. Ίσως όμως να ξέρει ο φίλος του ο Αδάμ ο δικηγόρος. Ή ο άλλος ο Γενικός που ήρθανε μαζί στο πανηγύρι την προηγούμενη εβδομάδα. Τράβα και ρώτα τους. Αν δεν τους έχεις ρωτήσει ήδη».
Ο Μάξιμος, δε μπορεί να φανταστεί καν, πόσο δίκιο έχει. Οι δύο μέχρι πρότινος νταήδες, είναι απεσταλμένοι του κυρίου Αδάμ και του Γενικού. Μετά από ημέρες συνεχών συζητήσεων, μαζί με τον κύριο Αβακούμ φυσικά, έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η καλύτερη μέθοδος προσεγγίσεως του θέματος είναι φουλ επίθεση.
Μιας και δεν έχουν κανένα απολύτως νομικό ή άλλο έρεισμα να παρέμβουν, ο πλέον αποδεδειγμένος τρόπος είναι ο εκφοβισμός. Εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Ο Νικήτας πέραν από τις πλάτες που διαθέτει σε κυβέρνηση και αντιπολίτευση, είναι ένας ικανότατος έμπορος. Χωρίς αμφιβολία, τα χαρτιά της επιχείρησής του είναι καθρέφτης.
Επίσης, ό,τι και να γίνει, πρέπει να γίνει με τέτοιο τρόπο που και να τρομάξουν αρχικά το Νικήτα και να μην τον πονηρέψουν, ακόμη. Σκεπτόμενοι ότι δε μπορεί, κάπου θα έχει κρυμμένα δολάρια και μάρκα για ώρα ανάγκης, ο κύριος Αδάμ απευθύνεται στην Υπηρεσία Προστασίας Εθνικού Νομίσματος.
Με το πρόσχημα ότι δέχεται αισχρά τηλεφωνήματα που αμαυρώνουν τη φήμη του πελάτη του ως παράνομου διακινητή συναλλάγματος, απαιτεί εν εξάλλω να σταλεί αμέσως κλιμάκιο της Υπηρεσίας στο χωριό, όπου αφού προβεί σε ενδελεχή έλεγχο, θα συντάξει μία έκθεση που θα αποστομώσει μια και καλή τους άθλιους αυτούς συκοφάντες.
Ο Επικεφαλής της Υπηρεσίας, δεν έχει όρεξη ν’ ασχοληθεί με ανώνυμες καταγγελίες και μάλιστα τέτοιου τύπου. Αλλά εκ πείρας γνωρίζει ότι δεν πρόκειται να γλυτώσει από τον Αδάμ αν δεν κάνει αυτό που του λέει. Αναθέτει την αποστολή σε δύο άντρες του, τους οποίους ο νομικός «συμβουλεύει» κατ ιδίαν, για τις κινήσεις τους.
Μαζί, τους δίνει και έναν μικρό λευκό φάκελο «αν χρειαστεί βρε αδερφέ να πιουν έναν καφέ, εκτός υπηρεσίας». Ο νεαρός αμούστακος δεν καταλαβαίνει τι ακριβώς εννοεί ο δικηγόρος αλλά ο συνάδελφός του αναλαμβάνει να του εξηγήσει κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους.
Και να τώρα που ένας παπάς στην άκρη του κόσμου, πάει να τους χαλάσει τη δουλειά. Τη χαλασμένη, όσο και να μη θέλουν να το παραδεχτούν. Άλλωστε με το Νικήτα απόντα, ο ενδελεχής έλεγχος ανάμεσα στα τυριά και τις μορταδέλες, είναι άνευ ουσίας.
Μαζεύουν τις τσάντες τους από το χώμα, τις ξεσκονίζουν και με όση αξιοπρέπεια τους μένει, κινούν προς αναζήτησιν του κοντινότερου τηλεφώνου. Ακόμη και έτσι, οφείλουν να δώσουν μιαν ανεπίσημη αναφορά στον κύριο Αδάμ, πριν την επίσημη υπηρεσιακή.
«Το πόσο με νευριάζετε κάθε φορά που ξεχνάτε το ‘’αγάπα τον πλησίον σου’’ δε λέγεται. Σαράντα πατερημά και νηστεία μέχρι την Κυριακή».
Ο Μάξιμος απομακρύνεται φουριόζος . Μακάρι να γνώριζε που στην ευχή έχει πάει ο Νικήτας για να τον ειδοποιήσει. Σίγουρα ο διαολοέμπορας θα έχει αφήσει κάποιον στο πόδι του γιατί ο Μήτσος δεν είναι αρκετός. Αλλά ποιον; Εκτός αν όντως ο μουγκός είναι, επίτηδες φυσικά, το μόνο μέσο επαφής μαζί του. Όταν ηρεμήσει, θα τον επισκεφτεί.
Στο μεταξύ οι δύο οικογένειες κάνουν μαζί διακοπές, σα μία. Ο Νικήτας έχει βρει κάποιο καλό ξενοδοχείο με όλες τις ανέσεις κι έχει κλείσει δύο δωμάτια. Και τα δύο με ψευδώνυμο. Το ένα στο όνομα Νίκος Νικολόπουλος και το άλλο στο όνομα Λέλος Πινέλος. Στην αρχή ο ρεσεψιονίστ ζήτησε ταυτότητες και τα ρέστα. Αλλά η προπληρωμή δύο εβδομάδων μαζί με δέκα χαρτονομίσματα των χιλίων, κάλυψαν την όλη γραφειοκρατία.
Η Ευρυδίκη, άμαθη στο να κάθεται χωρίς να κάνει τίποτα, έχει πάρει ένα βρεγμένο πανί και σκουπίζει το γυάλινο στρογγυλό τραπεζάκι. Ο σερβιτόρος περιμένει υπομονετικά πάνω από το κεφάλι της μέχρι να τελειώσει και στη συνέχεια απιθώνει τρία ποτήρια με κρύο καφέ και μια κανάτα νερό. Υποκλίνεται με ευγένεια στο φιλοδώρημα που του δίνει ο Νικήτας και κατευθύνεται προς την παραλία. σύμφωνα με το πρόγραμμα της Ευρυδίκης έχει να δώσει το δεκατιανό στα μικρά, που ολημερίς πλατσουρίζουν στη θάλασσα,
Οι τρεις ενήλικες ρουφούν μεγάλες γουλιές απολαυστικού παγωμένου καφέ. Καταλαβαίνουν ότι τα πράγματα έχουν σφίξει και πρέπει να συζητήσουν για το τι θα κάνουν από δω και στο εξής. Αντ’ αυτού όμως προτιμούν να παίζουν με τα πολύχρωμα καλαμάκια τους γιατί, όπως και να το κάνουμε, είναι κομμάτι δύσκολο ν’ ανησυχεί κάποιος όσο πρέπει όταν μπροστά του απλώνεται το απέραντο Ελληνικό γαλάζιο.
Ο Μηνάς κοιτάζει προς τη μεριά των παιδιών όλη την ώρα. Έχει περάσει όλη του τη ζωή στα ορεινά και το τόσο νερό τον τρομάζει, ούτε τα πόδια του δε θέλει να βρέξει. Κάθε φορά που η Μαρία πάει λίγο πιο βαθιά, τινάζεται από τη θέση του σαν ελατήριο. Στο τέλος αποφασίζει πως δεν το αντέχει άλλο και πάει μέχρι την άμμο, να την επιβλέπει καλύτερα.
Σα να το περίμενε ο Νικήτας γυρνά προς τη γυναίκα του.
-Μίλησα με το χωριό. Είχαμε βίζιτες.
-Ποιος μας θυμήθηκε;
-Κάτι χαρτογιακάδες. Ήρθαν τάχα μου για έλεγχο. Κάναν τους μάγκες στο Μήτσο αλλά τους έφτιαξε ο παπάς για τα καλά.
-Λες να ήρθαν για τη μικρή;
-Ξέρω γω, παραείναι σύμπτωση.
-Ο Γενικός θα τους έστειλε.
-Το σκέφτηκα κι εγώ . Αλλά αυτός είναι τακίμια με τον Αδάμ. Δε θα τον άφηνε να πειράξει τον καλύτερο πελάτη του.
-Ναι, από αυτούς είναι. Εγώ σου λέω ότι ο Αδάμ και ο Γενικός έχουν βάλει στο μάτι τη μικρή κι εσύ πίστευε ό,τι θες.
-Ξέρεις πόσο εμπιστεύομαι την κρίση σου. Έχω έναν γνωστό σε Υπουργείο που μπορεί να μάθει και να μου πει λεπτομέρειες από μέσα. Αν ο Αδάμ είναι μπλεγμένος θα καλοπεράσει κι αυτός κι ο Γενικός μαζί.
-Με τρόπο. Εσύ έχεις χρήμα και μυαλό όμως αυτοί δεν είναι άνθρωποι, είναι κτήνη. Εσύ, για όποιο λόγο τρέχεις και δε μου τον λες, κάπου μέσα σου το αγαπάς το κορίτσι. Αυτοί θα το κάνουν κομμάτια για το συμφέρον τους. Και δε χρειάζεται αν σου πω ότι ο Μηνάς δεν πρέπει να πάρει χαμπάρι.
Ο Νικήτας αποφεύγει το σχόλιο της Ευρυδίκης περί σκοπού και απλά γνέφει καταφατικά σε όσα του λέει. Της σφίγγει το χέρι, χαρούμενος που του συμπαραστέκεται μια τόσο έξυπνη γυναίκα και τραβά προς τη ρεσεψιόν για το τηλεφώνημα. Ο υπάλληλος αποχωρεί διακριτικά για όσο διάστημα διαρκεί η συνομιλία του με το σύνδεσμο που έχει στο Υπουργείο. Δε γνωρίζει κάτι αλλά του υπόσχεται να το ψάξει. Αν τον καλέσει σε δύο μέρες θα έχει νέα.
Μη μπορώντας να κάνει κάτι παραπάνω, γυρίζει στο τραπέζι. Ο Μηνάς έχει μαζέψει τα παιδιά από τη θάλασσα που τώρα στεγνώνουν μέσα στις μεγάλες πετσέτες τους. Η Ευρυδίκη του ρίχνει ένα συνωμοτικό βλέμμα, από αυτά με τα οποία συνεννοούνται χρόνια τώρα. Της απαντά μ’ ένα δικό του και αρχίζει να παίζει με τα μικρά.