Το πανηγύρι του Αγίου, είναι το γεγονός της χρονιάς. Ολόκληρη η περιοχή μαζεύεται εδώ και δεκαετίες την ίδια καλοκαιρινή μέρα, για να τιμήσει τον προστάτη της. Μαζί με το θρησκευτικό συναίσθημα που ξεχειλίζει, το πανηγύρι δίνει την ευκαιρία σ’ ένα ετερόκλητο πλήθος να ξεδιπλώσει τις επιθυμίες του.
Οι έμποροι προσδοκούν να πουλήσουν, τα παιδιά να παίξουν, οι νέοι να φλερτάρουν τις νέες και οι κοσμικοί και οι κοσμικές να μετρήσουν το κοινωνικό τους εκτόπισμα. Συνήθως με υπερβολικές προσφορές προς τον Άγιο και ακόμη πιο υπερβολικές ενδυματολογικές επιλογές.
Ο Μάξιμος δυσφορεί κάθε χρόνο και λίγο παραπάνω. Μιας και κάθε χρόνο η επίδειξη πλουτισμού αυξάνεται λίγο παραπάνω. Επίσης, με κόπο συγκρατεί την οργή του, βλέποντας το περιστύλιο της εκκλησίας του να έχει μετατραπεί σε εμποροπανήγυρη. Είναι φορές που σκέφτεται ότι, τυπικά, είναι απολύτως χριστιανικό να φερθεί όπως το Αφεντικό στους εμπόρους του ναού. Όμως μιας και δεν είναι ούτε πάνσοφος ούτε αναμάρτητος, το καταπίνει.
Ο Μηνάς είναι εκεί απ’ το πρωί. Έχει κουβαλήσει ένα σωρό πεσκέσια για τη μέρα. Λάδι για τα καντήλια, κερί για τα μανουάλια, άρτους για την αρτοκλασία, εκλεκτό κρασί για τη θεία κοινωνία, ακριβά γλυκά για τους επίσημους και φτηνότερα για τους πιστούς. Όλα προσφορά την Ευρυδίκης.
Η δική της οικογένεια λογίζεται η αρχαιότερη, με προγονούς που φτάνουν πριν την Επανάσταση. Η ίδια δε, είναι κάτι σαν ανεπίσημη εκπρόσωπος του ναού. Ούτε ο Μητροπολίτης δεν τολμά ν’ αλλάξει κάτι σ΄ αυτόν, αν δεν έχει τη ρητή της συγκατάθεση. Διόλου παράξενο μιας και χωρίς τα χρήματά της, δε θα υπήρχε όχι ναός αλλά ούτε η σκόνη του.
Η Ρηνούλα τρέχει πέρα δώθε και βοηθά το Μηνά με το έργο του. Αυτός είναι πρωτάρης, δεν ξέρει καλά τα πράγματα. Η ίδια όμως , μετά από τόσες γιορτές, μπορεί να κάνει τα πάντα με κλειστά μάτια. Τον συμπονά το Μηνά και τον καταλαβαίνει. Δύσκολο πράγμα να είσαι μόνος γονιός. Δυσκολότερο στο δικό τους χωριό.
‘’Να, εδώ άστα. Θα τα φτιάξω αργότερα. Σύρε πες στην κυρά σου ότι την ευχαριστούμε και την περιμένουμε. Να έρθει νωρίς να βάλει ένα χέρι πες της. Έτσι όπως σου το λέω. Η Ευρυδίκη, μη τη βλέπεις αρχόντισσα, στη δουλειά είναι μαύρο σκυλί. Αν της κολλήσεις γένι μέχρι και τη θέση του παπά παίρνει’’.
Ο Μηνάς δεν ξέρει αν είναι πρέπον να γελάσει με τ’ αστεία της παπαδιάς σε βάρος της αφεντικίνας του. Γι’ αυτό αποχωρεί σιωπηλός. Άλλωστε μπορεί πάντα να γελάσει αφού πάει λίγο παρακάτω.
Ο κόσμος μαζεύεται γοργά, όσο πλησιάζει η ώρα του Εσπερινού. Η καμπάνα χτυπά χαρμόσυνα καλώντας τους να βιαστούν να πάρουν θέση. Η τελετή που ξεκινά, όπως όλες οι τελετές, απαιτεί πρόγραμμα και πειθαρχία. Πόσο μάλλον όταν εκτός από τους συνήθεις υπόπτους, στην τελετή συμμετέχει και μέρος της πολιτικής ηγεσίας της χώρας.
Συγκεκριμένα ο Γενικός. Καλεσμένος, μαζί με τον κύριο Αδάμ, απ’ το Νικήτα. Μπορεί να μην τον γνωρίζει κανείς αλλά ο τίτλος του είναι αρκετός για να προσδώσει έξτρα κύρος τόσο στο χωριό όσο και στο Νικήτα. Χαιρετά χαμογελαστός όποιον του συστήνουν, κρατώντας παράλληλα νοητικές σημειώσεις για τον καθένα τους. Όπως λέει και ο κύριος Αδάμ, καλές γνωριμίες μπορούν να γίνουν παντού.
Ο Εσπερινός τελειώνει. Η καμπάνα σιωπά και τα φώτα του ναού σβήνουν. Το κομμάτι του Θεού έχει τελειώσει. Είναι ώρα ν’ αρχίσει το κομμάτι του ανθρώπου. Οι πάγκοι ζωντανεύουν, η αυτοσχέδια ταβέρνα γεμίζει τα ξύλινα τραπέζια με ποτήρια, το κλαρίνο ξεκινά το κελάηδημα. Η τσίκνα του ψημένου κρέατος ανεβαίνει αργά και μυρωδικά προς τον ουρανό, θυμίζοντας τις προσφορές των αρχαίων στο Δία και τη κομπανία του.
Κατά το παλιό ρητό που λέει ότι ‘’νηστικό αρκούδι δε χορεύει’’ το πλήθος τιμά δεόντως τα πλούσια εδέσματα που σερβίρονται, συνοδεία μπόλικου κρασιού και ούζου. Τα μικρά παιδιά τρέχουν τριγύρω χωρίς προορισμό, με τους γονείς να τα μαλώνουν ανάμεσα στις μπουκιές. Κάποια χέρια αγγίζουν δειλά δειλά γόνατα κάτω από τα χάρτινα τραπεζομάντηλα.
Με τα ‘’γεια μας’’ να δίνουν και να παίρνουν, τους πλέον μερακλήδες ή τους πλέον μεθυσμένους να δοκιμάζουν τις χορευτικές τους ικανότητες στην πίστα και τη γενική ευδαιμονία που προκαλεί το κρέας με το αλκοόλ, το μικρό χωριό έχει περιέλθει σε κατάσταση πλήρους έκστασης.
Στο κεντρικό τραπέζι κάθονται ο Νικήτας με την Ευρυδίκη, ο Γενικός με τον κύριο Αδάμ, ο Μάξιμος με τη Ρηνούλα, η Μαρία με τον Αριστείδη και μερικοί ημιεπίσημοι. Ο Μηνάς, ντυμένος με μαύρο παντελόνι, λευκό πουκάμισο και προπέλα στο λαιμό, τους κάνει το σερβιτόρο. Κατά καιρούς, δύο τρείς από τους συγχωριανούς πλησιάζουν για να υποβάλουν τα σέβη τους. Διότι η ιεραρχία δεν εξαφανίζεται ούτε καν σ’ ένα πανηγύρι.
«Όλα εντάξει κύριε Γενικέ; Θέλετε να σας προσφέρουμε κάτι;»
«Αγαπητή μου κυρία, όλα είναι εξαιρετικά. Έχετε οργανώσει τα πάντα με αξιοθαύμαστη μαεστρία και νοικοκυροσύνη».
Κάθε γυναίκα στη θέση της Ευρυδίκης θα φούσκωνε από περηφάνια, με τέτοια λόγια. Αυτή όμως είναι χρόνια στα μπετά (έκφραση του μακαρίτη του πατέρα της), για να τη ρίξει ο Γενικός με τις γαλιφιές του. Δεν της αρέσει το υφάκι του, δεν της αρέσουν οι ψιλοκουβέντες με τον άντρας της και κυρίως δεν της αρέσει το πώς κοιτάζει τη Μαρία που κάθεται ακριβώς δίπλα του. Κάνει νόημα στη Γκρέτχεν κι εκείνη στέκεται πάνω από τα κεφάλια τους.
Διακρίνοντας μια φευγαλέα δυσαρέσκεια στην έκφραση του προσώπου του, κάνει δεύτερο νόημα στη νταντά να μη το κουνήσει. Η Γκρέτχεν, ξεδιπλώνει τους τεράστιους σα φτερά κόνδορα ώμους της, καλύπτοντας τα δύο παιδιά με την τρομακτική τους σκιά. Ο Γενικός μαζεύεται στη θέση του, ίδιος με δαρμένο κουτάβι.
Ο κύριος Αδάμ, αντιλαμβανόμενος την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, παρεμβαίνει αφηγούμενος μιαν αστεία δικαστική υπόθεσή του. Το έμφυτο ταλέντο σε συνδυασμό με τη σαγηνευτική του φωνή, επαναφέρουν την ευθυμία στην ομήγυρη.
«Μαρία, τι κρατάς εκεί;»
«Έχω δύο κοκοράκια κύριε Αδάμ. Δηλαδή είχα τέσσερα αλλά ένα ο Αριστείδης που έφαγε και δύο εγώ, μου μείνανε δύο».
«Είχες τέσσερα, φάγατε τρία και σας περίσσεψαν και δύο. Όπως βλέπετε αγαπητοί μου, το κορίτσι αυτό έχει λαμπρό μέλλον εις την πολιτική!»
Το αστείο του είναι τόσο πετυχημένο που όλοι ξεκαρδίζονται στα γέλια. Τα δύο παιδιά γελούν τόσο δυνατά που μισοαστεία μισοσοβαρά, πέφτουν από τις καρέκλες τους. Ο κύριος Αδάμ απλώνει το χέρι να πιάσει ένα από τα γλειφιτζούρια της μικρής που βρίσκονται ακουμπισμένα στην ξύλινη επιφάνεια . Έχει σκοπό να παρατείνει την ιλαρότητα της παρέας , υποκρινόμενος ότι το γλύφει με μανία.
Στην αρχή, με στραμμένο το κεφάλι του, νομίζει ότι πιάνει ένα κομμάτι από το τραπέζι, ίσως την άκρη του. Όταν κοιτάζει όμως, βλέπει ότι στη χούφτα του κλείνει το ξυλάκι γύρω απ’ το οποίο βρίσκεται το ζαχαρωτό. Πιστεύοντας ότι απλά δεν το έχει πιάσει σωστά, δοκιμάζει με πιότερη πλέον δύναμη να το ξεκολλήσει από τη θέση του. Είναι όμως αδύνατο.
Βάζει όση δύναμη διαθέτει μόνο και μόνο για να σηκώσει ελάχιστα το κοκοράκι πριν, προδομένος από τους μύες του, το αφήσει να σκάσει στο τραπέζι σαν ένα κομμάτι σίδερο. Ασυναίσθητα βγάζει μια μικρή κραυγή που κάνει τους πάντες να γυρίσουν προς το μέρος του. Ανοιγοκλείνει το στόμα του χωρίς να βγαίνει λέξη από μέσα. Σαν το Μήτσο το μουγκό.
Η Μαρία, έχοντας ήδη επανέλθει στη θέση της, παίρνει το γλύκισμα στο χεράκι της, το ξετυλίγει και φυσιολογικά αρχίζει να το γλύφει. Γοργά, η Γκρέτχεν με το Μηνά ντύνουν τα δύο παιδιά ενώ ο Νικήτας με την Ευρυδίκη αποχαιρετούν τον κόσμο προφασιζόμενοι κάποια αστεία δικαιολογία. Φεύγουν σαν αστραπή αφήνοντας τους συνδαιτυμόνες τους, μερικούς απορημένους και μερικούς κατάχλωμους.
«Ξέρεις Αριστείδη, το ίδιο αστείο με τον κύριο Αδάμ έκανε πρόσφατα και ο πατέρας Μάξιμος».
«Οι μεγάλοι κάνουν όλοι τα ίδια αστεία.».