Ο Νικήτας περνά ολόκληρο το βράδυ διαβάζοντας και σημειώνοντας χαρτιά. Φτάνει το χάραμα όταν τελικά πέφτει στο κρεβάτι του, την ώρα που η γυναίκα του ξεκινά τις καθημερινές εργασίες.
‘’ Τι έπεσες; Σε μια ώρα πρέπει να σηκωθείς’’.
‘’ Δεν θα πάω στη δουλειά σήμερα ‘’.
Η γυναίκα μένει άναυδη από το σχόλιό του. Στα τόσα χρόνια γάμου δε θυμάται μια φορά που ο άντρας της να μη θέλει να πάει στη δουλειά. Επιπροσθέτως, ακόμη και με το υπηρετικό προσωπικό και την Γερμανίδα κουβερνάντα, δεν μπορεί να ξεφύγει από την κουλτούρα της οικογενείας της, που λέει ότι μέρα με λιγότερες από 14 ώρες εργασία είναι χαμένη μέρα.
‘’ Είσαι άρρωστος; Να πω στο Μήτσο να φωνάξει το γιατρό;’’
‘’ Και γω δεν ξέρω τι είμαι τώρα. Άσε με να κοιμηθώ μια στάλα και θα τα πούμε άλλη στιγμή’’.
Οι άντρες είναι σα μωρά παιδιά, σκέφτεται από μέσα της. Ντύνεται, κάνει το σταυρό της μπροστά από την εικόνα του Αγίου Φανουρίου, περνά από το δωμάτιο του γιού της, ίσα να τον δει ν’ αναπνέει στον ύπνο του και μετά στην κουζίνα.
Για μια στιγμή σκέφτεται να πάει και να κοιτάξει τι έκανε όλο το βράδυ. Μπορεί να μην έχει πάει πέρα από την έκτη δημοτικού αλλά το μυαλό της δουλεύει όσο λίγων. Δεν υπάρχει ούτε μια λογιστική, μαθηματική ή νομική σημείωση που να δυσκολεύεται να κατανοήσει. Όλα αυτά τα χρόνια έχει σταθεί πολύτιμος σύμμαχος και συνεργάτης στις δουλειές του άντρα της. Και αυτός από τη μεριά του ποτέ δεν της κρύβει το παραμικρό. Όταν είναι έτοιμος να της τα πει, θα της τα πει όλα. Όπως πάντα. Παίρνει μερικά κομμάτια ξύλο και τα ρίχνει στο φούρνο. Τα λούζει με πετρέλαιο και ανάβει τη φωτιά. Σήμερα θα φτιάξει μηλόπιτα.
Μόλις έχει ξεφουρνίσει το γλυκό, όταν ο Νικήτας μπαίνει στην κουζίνα. Αλλά μία ώρα ύπνος δεν είναι αρκετή για κανέναν. Κάθεται με κόπο και κόκκινα μάτια και παίρνει στα χέρια του το φλιτζάνι με τον καφέ που η γυναίκα του ακουμπά μπροστά του.
‘’Πήγαινε κοιμήσου χριστιανέ μου’’.
‘’Με ξύπνησε η μυρωδιά από αυτό που ψήνεις’’.
‘’Ναι, από αυτούς είσαι. Ή σε πιάσανε τα ρομάντζα τώρα στα γεροντάματα; Κάτσε να σου βάλω ένα κομμάτι’’.
‘’Βάλε το κομμάτι και κάτσε κοντά μου, γιατί θέλω να σου πω’’.
‘’Κάτι βαρύ σε βασανίσει εσένα’’.
Κάνει μία παύση και της κοιτάζει βαθιά στα μάτια. Την ξέρει πλέον καλά και καταλαβαίνει ότι πρέπει να βρει τον κατάλληλο τρόπο και να της πει αυτό που σκέφτεται.
‘’Ποιος νομίζεις ότι γιάτρεψε το γιο μας;’’
‘’Ο Άγιος’’.
Η γυναίκα του είναι ξακουστή για την ξεροκεφαλιά της και η κοφτή απάντηση δε τον βοηθά καθόλου. Παρ’ όλα ταύτα πρέπει να της το πει. Δεν μπορεί να μην της το πει.
‘’Το γιο μας Ευρυδίκη, δεν τον γιάτρεψε ο Άγιος αλλά η κόρη του Μηνά’’.
‘’Τρελάθηκες μάνα μου; Το σαμιαμίδι; Το μισερό; Αυτή γιάτρεψε το παιδί μας;’’
΄΄Μπροστά ήσουνα και εσύ και εγώ. Του χάιδεψε τα μαλλιά και έγινε καλά. Οι γιατροί λένε ότι δεν έχει ξαναγίνει κάτι τέτοιο’’.
‘’Γιατί είναι θαύμα’’.
‘’Θαύμα ναι. Αλλά όχι από χέρι αγίου, από χέρι ανθρώπου’’.
‘’Σταμάτα της βλαστήμιες. Δε σε μπορώ όταν βλαστημάς’’.
‘’Μη φρίττεις και κάτσε να με ακούσεις. Χτες το απόγευμα πήγα και βρήκα τον πατέρα της. Μου είπε πράγματα, να σου σηκωθεί η τρίχα. Θα σου τα φέρω να τα δεις μόνη σου’’.
Τρέχει σαν αστραπή στο γραφείο του και γυρίζει με τις προχειρογραμμένες σημειώσεις του. Τις ακουμπά με βία σχεδόν επάνω στο ξύλινο τραπέζι.
‘’Διάλεξε όποιο θες’’.
Η γυναίκα, διστακτικά, παίρνει ένα κομμάτι χαρτί στα χέρια της και το διαβάζει αργά. Μετά δεύτερο, μετά τρίτο. Τα πετά από τα χέρια της και σταυροκοπιέται. Το πρόσωπό της είναι χλωμό σα να είδε τον ίδιο το διάβολο να της χαμογελά.
‘’Ψέματα, όλα είναι ψέματα’’.
‘’Και αν δεν είναι; Αν το κορίτσι είναι όντως εκλεκτή; Αν είναι απεσταλμένη του Θεού να σώσει τον κόσμο; Εσύ μου έχεις πει τις ιστορίες όλων των αγίων. Μήπως κάποτε και αυτοί δεν ήτανε παιδιά;’’
Το χρώμα που επανέρχεται στο πρόσωπό της τον κάνει να καταλάβει ότι μόλις χρησιμοποίησε ένα ακλόνητο επιχείρημα.
‘’Μέχρι τώρα το ξέρουμε τρεις. Εσύ, εγώ και ο πατέρας της. Μην πεις τίποτα σε τέταρτο’’.
‘’Γιατί μου τα είπες όλα αυτά; Τι σκοπεύεις να κάνεις;’’
‘’ Ότι και να κάνω, δε μπορώ χωρίς εσένα. Το ξέρεις καλά αυτό’’.
΄Ή μικρή τι λέει;’’
‘’Η μικρή είναι μικρή. Δεν έχει ακόμα μυαλό στο κεφάλι της. Είναι δικό μας καθήκον να την οδηγήσουμε στο σωστό δρόμο’’.
‘’Και να την προστατέψουμε’’.
‘’Τι; Ναι, ναι, φυσικά. Και να την προστατέψουμε’’.
‘’Το ξέρεις πως ότι και να κάνεις θα σταθώ δίπλα σου. Αλλά αυτό, δεν είναι σαν τις άλλες σου τις δουλειές. Γιατί εμένα δε με γελάς, δουλειά έχεις στο μυαλό σου. Να προσέχεις Νικήτα. Ο πόθος για μεγάλο κέρδος μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλη χασούρα ’’.
‘’Δεν είμαι το παιδί που ήξερες, που έβαζε το κεφάλι κάτω και έπεφτε με τα μούτρα μέχρι και στη φωτιά. Τώρα έχω και άλλους να σκεφτώ πέραν από μένα. Όμως γυναίκα, πράγματα όπως αυτό, συμβαίνουν μια φορά στα χίλια χρόνια. Αν το αφήσω να περάσει ή χειρότερα, αν το αφήσω στα χέρια κάποιου τρίτου, θα το κουβαλάω βάρος για όσο ζω’’.
Η Ευρυδίκη σταματά τη συζήτηση. Βλέποντας τον άντρα της να μασουλάει αργά το κομμάτι της μηλόπιτας, γυρνά στην κουζίνα και υποκρίνεται ότι κάτι καθαρίζει. Θα περιμένει μέχρι να βρει την ευκαιρία, να μιλήσει η ίδια με τη μικρή.