Ο Ναός δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλος. Είναι όμως στην καλύτερη τοποθεσία. Χτισμένος στα ερείπια ενός πρωτοχριστιανικού ναού και αυτός με τη σειρά του στα ερείπια ενός αρχαίου, συνεχίζει την παράδοση που θέλει τους παπάδες, ανεξαρτήτου εποχής, να έχουν το καλύτερο μάτι όσον αφορά τα κτηματομεσιτικά.
Κάθε Κυριακή, σχεδόν όλο το χωριό μαζεύεται κάτω από τη στέγη του. Ότι και να τους χωρίζει, κυρίως πολιτικά, η συγκεκριμένη λειτουργία είναι μια μέρα εκεχειρίας. Σ’ αυτό έχει παίξει το ρόλο του ο Μάξιμος. Μ’ ένα μείγμα ουδετερότητας και δημαγωγίας, έχει φέρει τις σχέσεις του ποιμνίου του εκεί που θέλει. Έστω και για μια Κυριακή πρωί.
Κάθε φορά που βγαίνει στην ωραία πύλη, η ψυχή του γαληνεύει. Ακόμη και αν τα λόγια ξεχύνονται μηχανικά απ’ το στόμα του, η δύναμη που κρύβουν τον κάνει να αισθάνεται ασφαλής. Μια μόνο στιγμή κολλά για λίγο. Όταν βλέπει μπροστά του τη Μαρία. Κρατά με καμάρι την καινούργια της κούκλα, δείχνοντάς την που και που στα διπλανά παιδάκια.
Το εκκλησίασμα τον κοιτάζει περίεργα. Είναι σπάνιες οι φορές που ο παπάς τους χάνει τον ειρμό. Και ποτέ χωρίς εξαιρετικά σοβαρό λόγο. Για να μπαλώσει την κατάσταση βήχει παρατεταμένα και κάνει ένα σχόλιο. ‘’Τσιγαρόβηχας’’. Όλοι μισογελούν, γνωρίζοντας το πόσο φανατικά αντικαπνιστής είναι. Ο μπάρμπα Μελέτης ο χωρατατζής, πετάγεται μη μπορώντας να προσπεράσει τέτοια ευκαιρία.
‘’Παπά, απ’ το λιβάνι είναι’’.
Τώρα όλοι γελούν δυνατά. Ο Μάξιμος σε άλλη περίπτωση θα τους είχε κατσαδιάσει άγρια που του διακόπτουν το μυστήριο. Αυτή όμως η διακοπή του έρχεται κουτί. Ολοκληρώνει τη λειτουργία χωρίς παρατράγουδα. Όταν μοιράζει το αντίδωρο, στη σειρά της Μαρίας, κάνει ότι μιλά στο νεωκόρο. Δε γυρνά προς το μέρος της ακόμη και όταν τα παιδικά της χείλη αφήνουν έναν σπινθήρα στη ράχη της παλάμη του.
Κατά το συνήθειο, συνοδεύει το ποίμνιο στο καφενείο. Αφού ανταλλάσσει με διαφόρους μερικές τυπικές κουβέντες για το που είναι η παπαδιά, κάθεται και παραγγέλνει καφέ. Τα υπόλοιπα τραπέζια, καπνίζουν, τραβούν γερές γουλιές από μικρά λευκά φλυτζάνια και μαλώνουν. Η εκεχειρία έχει λάβει τέλος.
Στο δικό του, το τραπέζι των κεφαλών του χωριού, επικρατεί ησυχία. Μόνο που σήμερα, κάτι έχει διασαλέψει την σειρά τους. Μαζί τους βρίσκονται ο Μηνάς και η κόρη του. Πρώτη φορά στη θητεία του βλέπει τέτοιο ανακάτεμα τάξεων. Είναι σίγουρος ότι όλοι σκέφτονται τα ίδια μ’ αυτόν. Μα απ’ τη στιγμή που τους φέρνει και τους καθίζει στο τραπέζι ο Νικήτας, ουδέν σχόλιον έχει σημασία.
Τα θέματα συζήτησης είναι τα ίδια. Πολιτική, ποδόσφαιρο, μόδα, εμπόριο. Σε όλο αυτό, ο Μηνάς κάθεται σιωπηλός, σαν ψάρι έξω από τα νερά του. Η Μαρία απ’ την άλλη, περιχαρής για την πρωτόγνωρη αλλαγή της Κυριακάτικης ρουτίνας της, μιλά και γελά ακατάπαυστα. Με μικρά διαλείμματα γκαζόζας.
Η ώρα περνά γρήγορα όταν περνά ευχάριστα. Ο ένας μετά τον άλλον οι θαμώνες αποχωρούν. Τελευταίοι μένουν ο Νικήτας με την οικογένειά του και ο Μηνάς με τη μικρή του. Οι δύο άντρες στέκονται παράμερα καθώς η Ευρυδίκη, η γκουβερνάντα και τα δύο παιδιά, τυλίγουν σε μια χαρτοπετσέτα μερικά τσουρεκάκια.
‘’Σκέφτηκες αυτό που μιλήσαμε;’’
‘’Από χτες, όλη την ώρα. Το μέσα μου λέει πως έχεις δίκιο. Εγώ όμως δε μπορώ να το πάρω απόφαση’’.
‘’Κοίτα την κόρη σου. Με το χέρι στην καρδιά, πες μου πόσες φορές την έχεις δει τόσο χαρούμενη. Μπορεί να είναι έτσι συνέχεια’’.
‘’Ξέρεις που να πατήσεις για να κάνεις το δικό σου’’.
‘’Ξέρω που να πατήσω για να κάνω το σωστό’’.
‘’Άσε μου δυο μέρες ακόμη’’.
‘’Ο χρόνος τρέχει εναντίον μας’’.
‘’Δεν υπάρχει ΜΑΣ, Μηνά. Υπάρχει μόνο ΜΟΥ. Η κόρη ΜΟΥ’’.
‘’Αυτό μπορεί ν’ αλλάξει’’.
‘’Με απειλείς;’’
‘’Όχι ακόμα’’.
Η Ευρυδίκη τους βλέπει και καταλαβαίνει ότι σε λίγο θα πιαστούν στα χέρια. Παίρνει γοργά τα παιδιά και δήθεν αδιάφορα τους πλησιάζει. Οι άντρες βλέποντας τον άμαχο πληθυσμό, σταματάνε τη φιλονικία τους.
Ξάφνου από το πουθενά πετάγεται ο μικρός γιος του καφετζή. Ένας κοκκινοτρίχης διάολος που δεν τον κάνουν καλά ούτε μια διμοιρία χωροφύλακες. Αρπάζει την καινούργια κούκλα της Μαρίας μέσα απ’ τα χέρια της και τρέχει προς την έξοδο γελώντας.
‘’Η κούκλα μου. Παλιόπαιδο ! ! ! ! ‘’
Η μικρή δεν έχει τελειώσει καλά καλά τη φράση της και ο γιος του καφετζή πέφτει στο πάτωμα σα να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Όλοι τρέχουν κοντά του. Το κορμάκι του σπαρταρά όπως το ψάρι έξω από το νερό και αφροί σχηματίζονται στις άκρες των χειλιών του. Η Ευρυδίκη του βάζει γρήγορα ένα κουτάλι στο στόμα για να μην καταπιεί τη γλώσσα του. Οι υπόλοιποι κοιτάνε αποσβολωμένοι. Αν ήταν επιληπτικός, θα το ξέραν.
Η Μαρία μαζεύει την κούκλα της και αρχίζει να την καθαρίζει από τις δαχτυλιές που άφησαν τα βρώμικα χέρια του. Ο μικρός αυτόματα σηκώνεται, λίγο ζαλισμένος αλλά καλά. Τα ίδιο απόγευμα, ο Μηνάς και η κόρη του μετακομίζουν στου Νικήτα.