-Μα είναι Ρωμαίος!!!!!
-Έχεις κάποια καλύτερη πρόταση;
-Όχι αλλά…
-Αλλά είναι Ρωμαίος, το ξέρω. Είναι επίσης ένας εκπαιδευμένος στρατιώτης που θέλει να βοηθήσει.
-Με τι αντάλλαγμα;
-Με ό,τι. Δε μπορεί να ζητήσει περισσότερα απ’ όσα δίνουμε ήδη.
-Κι αν αποτύχει;
-Ένας νεκρός παραπάνω.
Οι δύο άντρες λογομαχούν έντονα μπροστά σε όλους τους κατοίκους του μικρού χωριού. Σε μία γωνία, ο ξένος τους παρατηρεί σιωπηλά, περιμένοντας την απόφασή τους. Μερικά παιδιά τον πλησιάζουν παρατηρώντας τον με ορθάνοιχτα από την απορία, μάτια.
Οι ξένοι που συνήθως επισκέπτονται το χωριό είναι τίποτα έμποροι ή περιοδεύοντες σαλτιμπάγκοι. Άνθρωποι που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο έρχονται για να πάρουν. Και το χωριό δίνει. Άλλωστε είναι συνηθισμένο στο να δίνει.
Αυτός όμως είναι αλλιώτικος. Και όχι μόνο στο παρουσιαστικό ή στ’ άρματα που κουβαλά. Με το που πάτησε το πόδι του κι έμαθε για το θηρίο που τους αποδεκατίζει, προσφέρθηκε αμέσως να βοηθήσει. Έτσι, από μόνος του. Πρωτόγνωρη κατάσταση και δεν ξέρουν πώς να τη χειριστούν. Γι’ αυτό μαζεύτηκαν όλοι στην πλατεία, για να δουν τι θα κάνουν.
Αυτού του είδους οι μαζώξεις έχουν δύο στάδια. Το πρώτο είναι να χωριστούν οι χωριανοί σε δύο ομάδες και να φωνάζει η μία στην άλλη. Το δεύτερο, να ξεχωρίσει ένας από κάθε ομάδα, ο πιο φωνακλάς, και να τσακώνονται μεταξύ τους. Μετά από αυτό, διαλύονται ησύχως και η ζωή συνεχίζεται.
Εκτός από σήμερα. Η λογομαχία έχει κρατήσει τόσο που κοντεύει να νυχτώσει. Αυτό γιατί και οι δύο μεριές έχουν επιχειρήματα που στέκουν. Όσοι επιθυμούν τη βοήθεια του ξένου, τονίζουν τον οπλισμό, την εμπειρία και το ότι στην τελική είναι ο μόνος που μπορεί να νικήσει το θηρίο. Οι απέναντι, εκτός από το ότι είναι Ρωμαίος, φοβούνται και τα αντίποινα του θηρίου σε περίπτωση αποτυχίας του.
Ο ξένος αποφασίζει ότι όλο αυτό έχει κρατήσει αρκετά. Προχωρά στο κέντρο της πλατείας και περιμένει να σταματήσουν τόσο οι φωνές όσο και οι ψίθυροι των παρευρισκομένων.
-Κάλοι μου κάτοικοι, οι κουβέντες δεν πρόκειται να σταματήσουν το θηρίο. Είτε λοιπόν θα εμπιστευθείτε το ξίφος μου είτε θα συνεχίσω το δρόμο μου. Ό, τι αποφασίσετε όμως θα το κάνετε τώρα.
Βλέποντας τον επιβλητικό νέο άνδρα με τα λαμπερά μαύρα μάτια και τα καλογυαλισμένα άρματα να στέκεται ανάμεσά τους, ίδιος ημίθεος, πείθονται οι πάντες. Τον περικυκλώνουν και αρχίζουν να του σφίγγουν και να του φιλούν τα χέρια, στα οποία εναποθέτουν πλέον την ύπαρξή τους.
Ο ξένος, χωρίς να χάσει καιρό, αρχίζει να συλλέγει περισσότερες πληροφορίες για το θηρίο. Μαθαίνει ότι έχει εμφανιστεί εδώ και κάμποσο καιρό. Είναι άγριο, θανάσιμο και ανελέητο. Παραμονεύει κατά μήκος των πηγών που γεμίζουν το ποτάμι και τη λίμνη της περιοχής και σκοτώνει όποιον περνά από κει.
Ο μόνος τρόπος να το εξευμενίσουν είναι οι προσφορές. Στην αρχή ικανοποιούταν με κρέας, αυγά και άλλα φαγώσιμα αλλά όσο περνούσε ο καιρός γινόταν και πιο άπληστο. Μέχρι που για να τους αφήνει ήσυχους πρέπει να στέλνουν κάθε μήνα μια νέα του χωριού έρμαια στις αδηφάγες ορέξεις του.
Του το παριστάνουν από τεράστιο άντρα με ένα μόνο μάτι στο κούτελο, μέχρι φτερωτό φίδι που ξερνάει φωτιές. Με την κάθε περιγραφή να γίνεται πιο εξωφρενική από την προηγούμενη, αποφασίζει ότι δεν έχει νόημα να χάνει άλλο την ώρα του και πέφτει για ύπνο.
Μόλις εμφανίζονται οι πρώτες ακτίνες του ήλιου, αρματώνεται και ξεκινά. Τουλάχιστον, όλοι συμφωνούν για το που κατοικεί. Στη στρογγυλή σπηλιά δίπλα στη μεγάλη πηγή. Αυτή που προσφέρει τον κύριο όγκο νερού στην περιοχή, κάνοντάς την πλούσια και καρπερή. Την περιοχή που εκτός από νερό, πρέπει να ποτίζεται και με το αίμα τους.
-Θα προσευχηθούμε στους θεούς να πετύχεις. Θα σφάξουμε πρόβατα και μοσχάρια στα πόδια τους.
-Αφήστε τα είδωλά σας στην ησυχία τους. Αν είχαν οποιαδήποτε δύναμη θα σας είχαν ήδη γλυτώσει. Και για την ιστορία, μπορεί να είμαι Ρωμαίος πολίτης αλλά η καταγωγή μου είναι Ελληνική.
Καβαλά το κατάλευκο άτι του και απομακρύνεται, μ’ εκατοντάδες ζευγάρια μάτια καρφωμένα στην πλάτη του. Μάτια που μένουν αμετακίνητα για ώρες, κοιτώντας ευλαβικά προς την ίδια κατεύθυνση, ψάχνοντας το παραμικρό σημάδι της επιστροφής του.
Ο πρώτος που τον βλέπει είναι ένας βρώμικος πιτσιρίκος. Αρχίζει ν’ αλαλάζει δείχνοντας με το δάχτυλο από πού έρχεται. Ένας στεναγμός ανακούφισης βγαίνει από αντρικά και γυναικεία στήθια, στη θέα του καβαλάρη που καλπάζει προς το μέρος τους. Οι πρώτες κραυγές χαράς όμως που ανεβαίνουν στα λαρύγγια τους, πνίγονται από τη σκέψη ότι η επιστροφή του δε σημαίνει απαραίτητα και επιτυχία.
Ο ιππότης, με την πανοπλία του βρώμικη από σκόνη και ξεραμένο αίμα, ξεπεζεύει και πετά στα πόδια τους ένα τσουβάλι. Ο πιο κοντινός το ανοίγει και βγάζει από μέσα του ένα κομμένο κεφάλι. Είναι το κεφάλι του θηρίου. Απόδειξη και τρόπαιο νίκης.
Στην αρχή δεν το πιστεύουν. Όσο όμως το τεράστιο κεφάλι περνά από χέρι σε χέρι, τόσο δυναμώνουν και οι επευφημίες. Το καρφώνουν σ’ ένα παλούκι και αρχίζουν να χορεύουν κλαίγοντας από χαρά, για το τέλος του εφιάλτη τους.
-Ξένε, μας έσωσες. Ζήτα μας ό,τι θες και είναι δικό σου.
-Δε χρειάζομαι κανένα από τ’ αγαθά σας. Μια ερώτηση μόνο. Γιατί κανείς σας δε μου είπε ότι το θηρίο, ήταν ένας απλός άνθρωπος;
-Γιατί κάποιος που με τόση ευκολία σπέρνει το θάνατο, δε μπορεί να είναι άνθρωπος.
Τους χαιρετά με μια ελαφριά κλίση του κεφαλιού και καβαλά το περήφανο άτι του.
-Αν κάποιος μας ρωτήσει ποιος ήταν αυτός που μας γλύτωσε, τι να του πούμε;
-Πείτε του ο δούλος του Θεού, Γεώργιος. Αυτό αρκεί.