Είναι το 2003 και έχω ήδη κάμποσα εργασιακά χρόνια στην πλάτη μου. Ο Οργανισμός που μου κάνει την τιμή να με απασχολεί, συντηρεί μια Μονάδα Φροντίδας Γιαγιάδων (οι οποίες είναι μιαν ασταμάτητη δύναμη) σ’ ένα κτιριακό συγκρότημα που έχει ΤΗ θέα. Πεζόδρομος και Ακρόπολη. Αυτό συγκρατήστε το, έχει σημασία.
Όταν εργάζεσαι με ανθρώπους σε μία κατάσταση 24/7, τα περιστατικά που σου μένουν είναι μπόλικα, Κάποια είναι συγκινητικά (βλ. εδώ https://bit.ly/2KhYSHB ) και κάποια, να γελάς.
Κάθομαι στο γραφείο μου, όταν χτυπά το κουδούνι και μπαίνει μέσα ένας κυριούλης.
-Γειά σας.
-Καλώς τον.
-Το ξέρετε ότι στο μπαλκονάκι (πάνω από το γραφείο μου και φάτσα στον πεζόδρομο) κάθεται μια γιαγιά και πετά τυρόπιτες στους περαστικούς;
Κάνει μια έτσι και βγάζει ένα κομμάτι από την τσέπη του. Κόκαλο εγώ. Αρχίζω τις δικαιολογίες του στυλ «συγγνώμη αλλά μεγάλη γυναίκα, ε ξέρετε πως είναι» και άλλα τέτοια, για να τον σαγηνεύσω. Ο ανθρωπάκος εν τω μεταξύ περισσότερο έκπληκτος είναι παρά θυμωμένος.
-Καταλαβαίνω τι μου λέτε αλλά κάντε κάτι γιατί μέχρι τώρα έχει πετάξει τρία κομμάτια κι έχει πετύχει τρεις!!!!
Ανεβαίνω στο μπαλκόνι και βλέπω την κυρά Μαρία να κρατά στο χέρι της ένα τέταρτο κομμάτι, σκανάροντας την περίμετρο για το επόμενο θύμα. Για να καταλάβετε τι εστί κυρά Μαρία, ήταν από εκείνες τις γυναίκες που έβαζαν το μωρό στην πλάτη, έπιαναν το δρεπάνι και θέριζαν το μισό Θεσσαλικό κάμπο.
-Κυρά Μαρία τι κάνεις εδώ;
-Εεε τι κάνω; Να, βγήκα να φάω την τυρόπιτα στο μπαλκόνι.
-Κυρά Μαρία, πετάς τυρόπιτες στον κόσμο.
-Ψέμματα!!! Ποιος τα λέει αυτά!!!
Εμφανίζω το πειστήριο του εγκλήματος πίσω από την πλάτη μου και της το δείχνω.
-Φτου σου, παντού ρουφιάνοι!!!
-Τι θα το κάνεις το κομμάτι που κρατάς;
Μου χαμογελάει πονηρά.
-Μισό μισό;
-Μισό μισό.
Το κόβει στη μέση, μου δίνει το ένα μέρος και τα μασουλάμε, ατενίζοντας τα αιώνια μάρμαρα. Λίγο πριν φύγω, η κυρά Μαρία κλείνει την κουβέντα μας, με το ίδιο πονηρό χαμόγελο .
-Όχι τίποτε άλλο να φάω κι εγώ, ένα κομμάτι σήμερα.