Χριστούγεννο, μέσα δεκαετίας ’90. Αυτός είναι ο χρόνος. Ο τόπος, το Κέντρο Εκπαίδευσης Πυροβολικού στη Θήβα. Το επονομαζόμενο και ΚΕΠΒ.
Όταν υπηρετείς οι γιορτές είναι και δύσκολες κι εύκολες. Δύσκολες γιατί δεν είσαι με τους δικούς σου κι εύκολες γιατί πέφτουν οι ρυθμοί και οι αγγαρείες. Το Χριστούγεννο εκείνου του έτους δεν αποτέλεσε εξαίρεση.
Έχοντας φύγει όλοι, μα όλοι, οι Θηβαίοι κι έχοντας μείνει πίσω εμείς οι υπόλοιποι, κανείς δεν είχε διάθεση για οποιαδήποτε δραστηριότητα. Οπότε την είχαμε πέσει και περιμέναμε το χρόνο να περάσει δύσκολα, στις προ-διαδικτύου εποχές.
Η διάθεση εκτός από χαλαρή όμως, ήταν και άκρως εορταστική. Και αυτό είχε αποτυπωθεί με τον καλύτερο τρόπο στο μεσημεριανό συσσίτιο.
Γαλοπούλα ψητή, πατάτες φούρνου, σαλάτα, γλυκό και δύο! αναψυκτικά, γέμισαν με το παραπάνω τους μεταλλικούς μας δίσκους.
Κι ενώ έχω μόλις καθήσει κι ετοιμάζομαι να πέσω με τα μούτρα στο φαγητό, σκάει μύτη ένας χαμηλόβαθμος Αξιωματικός που εκείνη τη μέρα εκτελούσε χρέη όχι ακριβώς διοικητή, αλλά σίγουρα υπευθύνου του Κέντρου.
Αρχίζει να φωνάζει να πάμε όλοι έξω, να στοιχηθούμε, να μας μιλήσει, να αναφερθούμε και ό,τι με λίγα λόγια του κατέβαινε στο κεφάλι εκείνη τη στιγμή.
Εμείς τον κοιτούσαμε απορημένοι, δυο-τρεις λοχίες προσπάθησαν να τον μεταπείσουν, τίποτα εκείνος. Όλοι έξω γι’ αναφορά.
Στρατιώτες ήμασταν, διαταγές ακολουθούσαμε. Ξεκινήσαμε ν’ αδειάζουμε το χώρο κι εγώ αφού περίμενα πρώτα να φύγει, πήρα μαζί και το δίσκο με το φαγητό.
Όσο τον ακούγαμε να λέει τα δικά του, τίποτα σοβαρό φυσικά μας έκανε καψόνι γιατί του είχαν κάνει κι εκείνου με το να τον βάλουν υπηρεσία στις 25 Δεκεμβρίου, εγώ μασουλούσα.
Με είδαν κάποιοι συνάδελφοι και άρχισαν να τσιμπολογούν τις πατάτες, πήρε ο ένας την πορτοκαλάδα το κουτάκι, πήρε ο άλλος το γλυκό, ένα πολύ μίνι αυτοσχέδιο συμπόσιο.
Στο τέλος, αρχίσαμε να ψέλνουμε και τα κάλαντα. Μας ακολούθησαν και οι υπόλοιποι που νόμιζαν ότι το κάναμε για να την «πούμε» στον Αξιωματικό και μετατρέψαμε το ΚΕΠΒ σε αίθουσα για χοροεσπερίδες.
Το μεσημεριανό τελικά το φάγαμε το βράδυ.