-Και είναι πολλοί;
-Ως εφτά χιλιάδες.
-Οι πασιάδες;
-Σε μια σκηνή στο κέντρο. Δυο γενίτσαροι μόνον απ’ έξω.
-Ο καλύτερος δρόμος να τους φτάσω;
-Από δυτικά. Εκεί που έχουν τ’ άλογα. Ακόμη και να ταραχτούν και ν’ αρχίσουν τα χλουμουντρίσματα, θα έχετε περάσει πριν σας πάρει χαμπάρι αυτός που τα φυλάει. Μετά είστε όλο ευθεία και σε 500 μέτρα φτάσατε.
-Κι είσαι σίγουρος ότι δε σας κατάλαβαν;
-Που να μας καταλάβουν καπετάνιε; Ίδια ρούχα, ίδια μιλιά, ίδια κοψιά.
Ο άντρας χαμογελά πλατειά με το τελευταίο σχόλιο. Χαιρετά τον ιχνηλάτη και τον στέλνει ν’ αναπαυθεί. Ύστερα στρέφει στις σημειώσεις του, που βρίσκονται σκορπισμένες πάνω στο πρόχειρο τραπέζι. Απ’ όλα τα κακά που του έκανε ο Αλή Πασιάς, του’ κανε κι ένα καλό. Στην αυλή του έμαθε να γράφει και να διαβάζει. Και τώρα, που είναι πόλεμος, αυτή του η γνώση είναι ένα πρόσθετο όπλο.
Ο Τζελαντελίν Μπέης δεν είναι σπουδαίος αντίπαλος. Γιος μιας ευνοούμενης από το χαρέμι του Σουλτάνου που κάθε χρόνο παίρνει κι ένα βαθμό. Το ασκέρι του όμως είναι άλλη υπόθεση. Εμπειροπόλεμο, εξοπλισμό και με καβαλαρία. Αν φτάσει μέχρις εδώ, το ήδη στριμωγμένο Μεσολόγγι θα στριμωχτεί κι άλλο.
-Στρατηγέ, ήλθαν αυτοί που περιμένατε.
Ο άντρας δεν απαντά στο κάλεσμα του στρατιώτη, δε του δίνει καν σημασία, έτσι όπως είναι σκυμμένος πάνω από τα χαρτιά του.
-Ε ωρέ Μπότζαρη, σε κρένουν, δεν ακούς;
Ο Μάρκος πετάγεται ξαφνιασμένος καθώς ο Κίτσος Τζαβέλας κι άλλοι δώδεκα Σουλιώτες μπαίνουν στη σκηνή του.
-Τον τίτλο δε μπορώ να συνηθίσω αδελφέ Κίτσο. Κι αυτός ο ευλογημένος, όσες φορές και να του πω να με λέει Μάρκο, Στρατηγό με φωνάζει.
-Είμαστε όρντινο πια. Και σαν όρντινο ακούμε σε εντολές κι έχουμε υποχρεώσεις.
-Για μια τέτοια υποχρέωση σας κάλεσα κι εγώ. Ο Τζελαντελίν Μπέης και το ασκέρι του, είναι στα Λιβαδάκια. Σε λίγες μέρες θα φτάσει εκεί κι ο Μουσταής με το δικό του. Κι όλοι μαζί θα κατηφορήσουν για το Μεσολόγγι. Πρέπει να κάνουμε κάτι τώρα, πριν είναι αργά.
-Γιουρούσι; Χτυπάμε και φεύγουμε;
-Το σκέφτηκα, μα δεν έχει νόημα. Άιντε και τους σκορπίσαμε για δυο μέρες. Πάλι θα μαζευτούν, πάλι θα χιμήξουν. Άλλο πράμα θέλει. Να μπούμε στο στρατόπεδο και ν’ απαγάγουμε τους πασιάδες.
Οχλοβοή ακολουθεί τα λόγια τούτα του Μάρκου. Μια τέτοια πρόταση είναι το λιγότερο τρελή. Δε φοβούνται, γιατί ο φόνος είναι άγνωστη λέξη, αλλά σα σωστοί πολεμιστές ζυγίζουν την επιχείρηση που τους προτείνει. Πώς θα μαζέψουμε το στρατό που χρειάζεται για να μπούμε στο στρατόπεδο του οχτρού, πώς θα πιάσουμε τις κεφαλές και τέλος, τι κέρδος θα’ χουμε απ’ όλο αυτό;
Ο Μάρκος τους αφήνει να ξεθυμάνουν πριν τους ξαναμιλήσει. Ξέρει καλά το χαρακτήρα τους και ποια λόγια πρέπει να χρησιμοποιήσει όχι για αν τους πείσει αλλά για να τους κάνει να καταλάβουν.
-Αδέλφια μου, όταν αποφασίσαμε να δέσουμε τη ζωή μας με την Ελλάδα, ξέραμε ότι περπατάμε σ’ έναν δρόμο απ’ όπου δε μπορούμε να γυρίσουμε πίσω. Ημείς τον Τούρκο τον χτυπούμε όπου τον έβρουμε αλλά αυτός συνεχίζει, πρέπει το λοιπόν, σα φρόνιμοι που είμαστε, ν’ αλλάξουμε την τακτική μας κατά πως βολεύει. Στα ερωτήματά σας θ’ απαντήσω ένα προς ένα αλλά από το τέλος προς την αρχή.
-Αν πιάσουμε τους πασιάδες, ο στρατός χωρίς κεφάλι είναι άχρηστος. Και μέχρι η Πύλη ν’ αποφασίσει για την αρχηγία, θα έχει περάσει χρόνος. Χρόνος πολύτιμος για την καλύτερη οργάνωσή μας. Ύστερα, με τους πασιάδες ομήρους και οι μουχαμέτηδες θα διστάζουν να μας χτυπήσουν και λύτρα σε τρόφιμα και γρόσια θα πάρουμε.
-Έστειλα τρεις δικούς μας να κάνουν τους αρβανίτες και να μαζέψουν πληροφορίες. Ξέρουμε τα πάντα για το στρατόπεδο. Περάσματα, φρουρές, αλλαγές, όσα μας χρειάζονται για να πετύχουμε.
-Τέλος, δε θα μπει στρατός. Πενήντα ένας θα μπούμε. Εγώ και άλλοι πενήντα.
Όσο κι αν τον παρακάλεσαν οι λοιποί Σουλιώτες, όσο κι αν προσπάθησαν να τον λογικέψουν, όσο κι αν τον απείλησαν, ο Μάρκος έμεινε αμετακίνητος. Έστειλε όλα τα έγγραφα που όριζε η γραφειοκρατία, μελέτησε αρκετές φορές το σχέδιο και κατόπιν άρχισε τη στρατολόγηση. Επέλεξε περίπου χίλιους άντρες, που θα χτυπούσαν τους Τούρκους από το πλάι γι αντιπερισπασμό και παράλληλα θα λειτουργούσαν ως ομάδα κάλυψης. Και σαράντα εννέα άντρες, τους καλύτερους των καλυτέρων, για την επιδρομή. Πόσο ήθελε να είναι πενήντα, ωραίος στρογγυλός αριθμός, αλλά δεν έβρισκε πεντηκοστό όπως τον ήθελε.
Καθώς κάθεται μαζί με τους σαράντα εννέα άντρες του και τους εξηγεί το πως θα κινηθούμε μέσα στο στρατόπεδο, μόνο σπαθί και μαχαίρι για να μη τους ακούσουν, ένας ψηλός, λιπόσαρκος ντόπιος τους ζυγώνει.
-Συμπάθα με Στρατηγέ, μα έμαθα ότι ψάχνεις άντρες για να επικίνδυνη αποστολή και ήρθα.
-Σουλιώτες ψάχνω και τους έχω, σύρε στο καλό σου.
Ο άντρας βγάζει την πιστόλα του και σημαδεύει το Μάρκο ολόισια στο δόξα πατρί. Οι άλλοι πετάγονται, τον περικυκλώνουν και τον σημαδεύουν με τα δικά τους.
-Εγώ για άντρες άκουσα Στρατηγέ.
Ο Μάρκος τον κοιτάζει ολόισια στα μάτια. Δείχνει ζουρλός, αλλά μήπως κι αυτοί είναι περισσότερο γνωστικοί τούτη την ώρα;
-Πως σε λένε;
-Γιώργη, μα με φωνάζουν βουρδούλακα.
-Και γιατί αυτό;
-Σε μια μάχη, που ήμουν κυκλωμένους από τους αντίχριστους, άνοιξα το κεφάλι ενός κι άρχισα να του τρώω τα μυαλά. Οι άλλοι το έβαλαν στα πόδια τόσο γρήγορα που έφτασαν την ίδια μέρα στο σεράι του σουλτάνου.
Ο Μάρκος σηκώνεται και τον πλησιάζει.
-Κράτα τη σφαίρα σου για τον οχτρό. Αύριο πρωί ξεκινάμε.
Επίλογος.
Ο Μάρκος, τυλιγμένος στην κάπα του βγαίνει από τη μικρή εκκλησιά. Προτίμησε αυτήν την απόμερη που κανείς δεν τον ξέρει, ώστε να προσευχηθεί με την ησυχία του. Πριν φύγει, πλησιάζει το γέροντα ιερέα και του δίνει μερικά γρόσια.
-Αυτά να τα μοιράσεις για την ψυχή του Μπότζαρη.
-Πέθανε ο Μάρκος;
-Όχι, τώρα πάει να πεθάνει.