Ουκρανία, στα μέσα του 2000. Νεαρή νοσοκόμα κάνει τη λεγόμενη ΄΄graveyard shift΄΄ στην αγγλική και ΄΄γερμανικό νούμερο΄΄, στα Ελληνικά. Δηλαδή τη βάρδια από τα μεσάνυχτα μέχρι το ξημέρωμα. Είναι μια νύχτα με καλό καιρό. Χιόνι και μηδέν βαθμούς Κελσίου.
Όλα βαίνουν ομαλώς. Ξάφνου, κάποιος αρχίζει να βροντά με μανία την πόρτα του διαδρόμου του θαλάμου που επιτηρεί. Η οποία πόρτα είναι κλειστή για λόγους ασφαλείας. Η νοσοκόμα, έχοντας δει πολλά θρίλερ, ρωτά από μακριά ΄΄ποιος κρούει τη θύρα;΄΄. Της απαντά ο επικεφαλής Ιατρός της νυχτερινής βάρδιας. Φυσικά τρέχει και του ανοίγει.
Μαζί με τον προϊστάμενό της, μπουκάρει στο χώρο και ένας συνάδελφος νοσοκόμος, τεραστίων διατάσεων. Διασχίζουν το διάδρομο και βγαίνουν από την απέναντι είσοδο/έξοδο, σε μια μικρή αυλή. Η νοσοκόμα, ακολουθεί διακριτικά και με μισάνοιχτη την πόρτα, τους βλέπει να έχουν πιάσει μια γιαγιά και να την ξυλοφορτώνουν.
Ξεπερνώντας το αρχικό σοκ, αρχίζει να σκέφτεται τι να κάνει. Από τη μια είναι ο σοβαρότατος επιστήμονας Ιατρός που δεν έχει δώσει ποτέ δικαιώματα. Και από την άλλη, δέρνουν μία γιαγιά! Το περιστατικό δεν κρατά πολύ. Διότι με τις πρώτες ψιλές από το θηρίο και κάτι κλωτσιές από το γιατρό, η γιαγιά είναι ένα με το χιόνι.
Όταν την φέρνουν μέσα στο χώρο, σούρνωντάς την, γίνονται και τ’ αποκαλυπτήρια. Η νοσοκόμα βλέπει ότι δεν πρόκειται για μια ηλικιωμένη, θύμα ιατρικής βίας, αλλά για έναν μεσήλικα μεταμφιεσμένο σε babka, όπως τις φωνάζουνε εκεί. Ο οποίος, σκαρφάλωνε μασκαρεμένος στα παρακείμενα δέντρα και παρακολουθούσε μαμάδες που μόλις είχαν γεννήσει και θήλαζαν.
Το σατανικό του σχέδιο βασιζόταν σε μιαν απλή αρχή. Ότι κανείς δε θα πιστέψει μια λεχώνα που λέει ότι μια γιαγιά σκαρφαλωμένη σ’ ένα δέντρο, την παίρνει μάτι. Κανείς εκτός από το συγκεκριμένο γιατρό. Που με τον παλιό καλό τρόπο της άμεσης απονομής δικαιοσύνης, έβαλε τα πράγματα στη θέση τους.
Όσο για το ματάκια και αφού του παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες, δεν ξαναφάνηκε στα πέριξ.