Ἀργυροκοῦπα
Κρουσταλλένιο, διάφανο, γεμάτο
ἀπ᾿ ἄδολο κρασὶ ποὺ πορφυρίζει,
μὲ κούνημα θερμὸ μ᾿ αἴστημα ἀκρᾶτο
ἕνα φτωχὸ ποτῆρι σ᾿ ἀντικρύζει,
σὲ λαχταράει, σὲ γγίζει καὶ τἀφράτο
κρασὶ σὰν αἷμα χύνεται, σκορπίζει,
καὶ τὸ ποτῆρι μένει ἄδειο ὡς τὸν πάτο
γιατί τὸ γγίξιμό σου τὸ τσακίζει.
Μὰ σὺ στέκεις ἀτάραχτη καὶ κρύα
ἀργυροκοῦπα, πλούσια ἱστορισμένη,
μὲ τὴν περήφανή σου θεωρία.
Εἶσαι νὰ σ᾿ ἀγαποῦν συνηθισμένη·
στῆς ζωῆς τὴν πικρὴ χαροκοπία
δὲ δείχνεις μὲ τί σ᾿ ἔχουν γεμισμένη.