Είμαι στα ΚΤΕΛ στον Κηφισό, ντάλα μεσημέρι, και με πλησιάζει ένα παλληκάρι που κρατά στα χέρια του κάτι κουτιά.
«Φιλαράκι» μου λέει, «επειδή σε βλέπω για πολύ ξηγημένο και οδηγείς και μηχανάκι, έχω μια καλή ευκαιρία για σένα». Κάνει έτσι, ανοίγει τα κουτιά και μου δείχνει ρολόγια διαφόρων γνωστών εταιρείων. Αφήνει στην άκρη τα περισσότερα και κρατά δύο, τα σπέσιαλ, στα χέρια του.
«Με μπλε ή μαύρο καντράν, αφτεντικά, ολοκαίνουργα. Έξω κάνουν πάνω από 350 ευρώ, εσύ θα τα πάρεις με 150 μόνο. Το φοράς, το βαριέσαι, το πουλάς δύο κατοστάρικα μετά χαλαρά».
Του εξηγώ ότι μαζί μου έχω μόνον το κινητό αλλά δεν τον πείθω. Βγάζει το ένα από το κουτί του, αυτό με το μαύρο καντράν, ώστε να μου το δείξει καλύτερα. Επειδή περιμένω που περιμένω, το παίρνω στα χέρια μου να το περιεργαστώ. Με την πρώτη ματιά, βλέπω ότι ο δευτερολεπτοδείκτης δε γυρίζει.
Του το επισημαίνω, το παίρνει, το κοιτάζει με διευρενητικό ύφος, χτυπά το τζαμάκι με το δάκτυλο και ο δείκτης παίρνει μπρος. Καταλαβαίνει βεβαίως ότι δεν πρόκειται πλέον να πουλήσει την πραμάτεια του ως αυθεντική, συνεχίζει όμως την προσπάθεια, προσφέροντάς μου το ρολόι στην εξευτελιστική τιμή των 10 ευρώ, να το κάνω δώρο σε κανένα ανηψάκι.
Για να κλείσουμε το θέμα και γιατί τον λυπήθηκα έτσι μιζεράμπιλος που κυκλοφορεί μέσα στον καύσωνα, τον κερνάω ένα καφέ με κάτι λίγα ψιλά που πάντα έχω πάνω μου και του λέω το σκωπτικό ανέκδοτο με το ρολόι (δεκαετίας ’80) για να περάσει λίγο η ώρα μας μέχρι να φύγω.
Είναι ένα τυπάκος σε μια γωνιά και πουλά ένα ρολόι (καλή ώρα) σε έναν περαστικό. Ο πελάτης για να το αγοράσει, απαιτεί εγγύηση. Τότε του λέει ο πλανόδιος:
«Άκου φίλε, σου δίνω ό,τι εγγύηση θες. Ότι το ρολόι είναι αδιάβροχο, ότι ο μηχανισμός έχει διαμαντάκια, ότι δεν κυκλοφορούν πάνω από 100 τέτοια. Μία εγγύηση μόνο δε θα σου δώσω. Ότι θα με ξαναβρείς σ’ αυτήν εδώ τη γωνία».