Αδέκαστος, είναι μία λέξη που τη χρησιμοποιούν πολλοί. Έστω αρκετοί. Εντάξει, εγώ και μερικοί ακόμη. Δεν παύει όμως να είναι μια τρομερά ενδιαφέρουσα λέξη.
Ο Μπαμπινιώτης, (ένας είναι ο Μπαμπινιώτης), στο Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του 2002, Αθήνα, αναφέρει ότι Αδέκαστος είναι αυτός που δε δωροδοκείται. Και προέρχεται από το στερητικό α συν τη λέξη δεκάζομαι.
Το δεκάζομαι όπως καταλαβαίνετε, έχει σχέση με τον αριθμό δέκα. Και πρωτοχρησιμοποιήθηκε, μαζί με αμέτρητες άλλες λέξεις, στην Αρχαία Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Αρχαία Αθήνα.
Πολύ πριν γίνει Δημοκρατία, λίκνο του πολιτισμού και σημείο αναφοράς, η Αρχαία Αθήνα ήταν μια πόλη-κράτος που μαστιζόταν από τη διαφθορά. Χειρότερα και από κλαμπ της παραλιακής. Χειρότερα και από γραφείο Υπουργού. Όσοι είχανε χρήμα κάνανε κουμάντο και όσοι δεν είχανε, κάναν την πάπια.
Οι έχοντες και κατέχοντες λοιπόν, κάθε φορά που προκύπτανε κτηματικές διαφορές με κάποιο φουκαρά (στην Αρχαία Αθήνα το 90% των διαφορών είχε να κάνει με τη γη και τα σύκα), έπιαναν το δικαστή που θα εκδίκαζε την υπόθεση και του τα ακουμπάγανε. Και επειδή ακόμη και στη διαφθορά υπάρχουν κανόνες, η προμήθεια είχε οριστεί στο 10% της αξίας του κτήματος. Αντικειμενική ή αγοράς, δεν γνωρίζω.
Υπήρχαν όμως και μερικοί άξιοι λειτουργοί του Νόμου η οποίοι, όπως σε όλες τις εποχές, ήταν μειοψηφία. Και όταν κάποιοι ασυνείδητοι πλούσιοι προσπαθούσαν να τους λαδώσουν, αρνούνταν το δεκάρικο. Εξ’ oύ και αδέκαστοι.