Επισκέφθηκα ένα από τα πολλά πανηγύρια τα οποία τρέχουν αυτό το διάστημα λόγω των αρκετών «μεγάλων» αγίων που γιορτάζουν.
Τα πανηγύρια βέβαια δεν έχουν καμία σχέση μ’ εκείνα τα παλιά κλασικά του ’80 και του ’90 όμως όλο και κάτι «ξερογλείφουμε».
- Όσα πουλάνε είναι στο 90% ίδια με όσα πουλάνε στις λαϊκές. Και 90% κινέζικα φυσικά.
- Παρ’ όλα ταύτα βρίσκεις λίγα πραγματάκια από μικρές Ελληνικές βιοτεχνίες αλλά και κάμποσα χειροποίητα κομμάτια.
- Πάντα, χαλβάς Φαρσάλων, λουκουμάδες και σάντουιτς με λουκάνικα τοπικής παραγωγής.
- Πάντα, όσοι φτιάχνουν σάντουιτς να καπνίζουν πάνω από τα κρέατα. Φαντάζομαι ότι σκέφτονται «για να βάζουν σταχτόνερο αν δεν έχουν baking powder, πόσο κακό να είναι;»
- Μαζί και καλαμπόκι, τηγανίλα και μαλλί της «υπέρακμης».
- Βιβλία με 5 ευρώ το κομμάτι. Την Ιθάκη δεν την είχαν.
- «Αφρικανικά» ξυλόγλυπτα σκαμπό και διακοσμητικά, όσα έχουν ξεμείνει από τα κοντέινερ που τα ξεφόρτωσαν εκεί γύρω στο 2005.
- CD και DVD έχουν αντικαταστήσει τις κασέτες. Πριν τα απορρίψετε, διαβάστε αυτό το άρθρο.
- POS. Πάνω από 6 στους 10 πάγκους διέθεταν μηχανάκι για κάρτα. Και όλα, λειτουργούσαν κανονικά.
- Αν έδινες όμως μετρητά, η απόδειξη μετατρεπόταν σε μυθολογικό είδος εφάμιλλο του τέρατος του Λοχ Νες.
- Τιμές για τα πανηγύρια: όχι ακριβές, αλλά πάντα 1–2 ευρώ πιο πάνω απ’ όσο περιμένεις.
- Μηδέν επαίτες. Νομίζω ότι αυτό οφείλεται στο ότι οι θέσεις είναι περιζήτητες και δεν υπάρχει χώρος να μπουν επαγγελματίες τέτοιου είδους, ανάμεσα στους πάγκους.
- Εμφανώς λιγότερες γεννήτριες. Από κάπου παίρνουν ρεύμα.
- Και λιγότερες φωνές. Οι έμποροι σταμάτησαν να διαλαλούν με πάθος το εμπόρευμά τους, ίσως τους έπιασε η κούραση των καιρών.
- Καλός τζίρος, αρκετοί ψώνισαν το κατιτίς τους.
Εν κατακλείδι:
Tο πανηγύρι παραμένει αυτό που ήταν, όχι το τεράστιο γεγονός αλλά ούτε και μιαν απλή αγορά. Έχει χάσει κάτι από τη μαγεία του, έχει κερδίσει λίγη οργάνωση, και κάπου ανάμεσα συνεχίζει να υπάρχει ως συνήθεια, ως βόλτα και ως υπενθύμιση μιας άλλης εποχής.
Δεν πας για να εντυπωσιαστείς, πας για να θυμηθείς. Και τελικά φεύγεις με μια σακούλα στο χέρι, λίγη χρυσόσκονη στα δάχτυλα και την αίσθηση ότι, παρά τις αλλαγές, η αύρα του εξακολουθεί πεισματικά να συνεχίζει να υπάρχει.










