Για να λογίζεται το καλοκαίρι ως αυθεντικό κι Ελληνικό, πρέπει να πληροί κάποιες προϋποθέσεις όπως τη γκρίνια για τη ζέστη, τις τιμές στο Θεό σε κάθε κοσμοπολίτικο νησί και τα πανηγύρια. Προσοχή, μια σκέτη συναυλία δεν είναι επ’ ουδενί πανηγύρι.
Τα πανηγύρια είχαν υποχωρήσει λίγο τα τελευταία 3 καλοκαίρια διότι αν και πέρσι ουσιαστικά δεν είχαμε COVID-19, ο κόσμος ήθελε κάποιο μικρό χρονικό διάστημα για να επανέλθει στις εργοστασιακές του ρυθμίσεις. Από φέτος όμως έχουν επιστρέψει δυναμικά απ’ άκρου σ’ άκρο της επικράτειας.
Αν και το κυρίως θέμα του κάθε πανηγυριού ποικίλει ανάλογα με την τοπογεωγραφία, την παραγωγή και τον πολιούχο άγιο κάθε περιοχής, υπάρχουν δύο κοινά σε όλα. Η ζωντανή μουσική και τα ψητά κρέατα. Παλαιότερα και οι χλιαρές μπύρες σερβιρισμένες σε πλαστικά ποτήρια όμως λίγο οι μοντέρνοι ψυγειοκαταψύκτες λίγο η Γκρέτα Τούνμπεργκ, αυτό έχει εκλείψει.
Η ζωντανή μουσική στο 90% της κινείται σε παραδοσιακά μονοπάτια. Καλαματιανά, συρτά, της τάβλας και ό,τι άλλο δίνει την ευκαιρία να θυμηθούμε πως η πολιτιστική κληρονομιά του τόπου δεν περιορίζεται στην Ακρόπολη, τον Αριστοφάνη και τον Αλέκο. Το υπόλοιπο 10% είναι συρτάκια ή χασαποσέρβικα με ολίγον τι από ζεϊμπέκικα. Εδώ μια απαραίτητη παρατήρηση, ζεϊμπεκικο με το ηλεκτρονικό τσιγάρο στο στόμα να μυρίζει ο τόπος κανέλα και καψαλισμένη ζάχαρη, δε γίνεται.
Το κρέας χωρίζεται σε τρεις κύριες κατηγορίες πανσέτα/παϊδάκι, προβατίνα, γουρουνοπούλα και περιορίζεται ανά κατηγορία από κάποια νοητά σύνορα τα οποία έχουν εδραιωθεί στη συνείδηση του κόσμου τα τελευταία 100 περίπου χρόνια και δεν προβλέπεται να υπάρξουν σύντομα τροποποιήσεις σε αυτά. Βασικός τρόπος σερβιρίσματος ανεξάρτητα του είδους κρέατος είναι η λαδόκολλα. Βασικός τρόπος κατανάλωσής του, με το χέρι.
Τα πανηγύρια είναι από τη φύση τους δημοκρατικά. Τα πρώτα τραπέζια πίστα εκλείπουν, το μενού είναι προκαθορισμένο και όλοι χορεύουν με όλους. Ακόμη και οι ανακοινώσεις «τώρα χορεύει το τραπέζι του Αντώνη του Λέπουρα, το τραπέζι του Αντώνη του Λέπουρα», σκοπό έχουν να μοιράσουν δίκαια το χρόνο της διασκέδασης σε όλους. Το μόνο που ξεφεύγει από τη δημοκρατικότητα της όλης εμπειρίας είναι η χαρτούτσα.
Με τον όρο «χαρτούτσα» περιγράφουμε το φιλοδώρημα που δίνουν οι χορευτές στην ορχήστρα (σε χαρτονομίσματα) είτε για να τους παίξουν ένα συγκεκριμένο κομμάτι (την παραγγελιά) είτε για να τιμήσουν λίγο παραπάνω την τέχνη και το ταλέντο τους. Εκεί όποιος θέλει να κάνει επίδειξη πλούτου, κοινωνικής θέσης ή να δείξει πως ζει τη ζωή περισσότερο από τους άλλους, θα δώσει και παραπάνω. Από τη χαρτούτσα έχουν κάνει μουσικοί περιουσίες οπότε αν ψάχνετε μια επαγγελματική επιλογή, σκεφτείτε το κλαρίνο.
Κυρίως όμως, τα πανηγύρια μας ξεκολλάνε από τον εαυτό μας και τις μικρές μας οθόνες και μας θυμίζουν ότι σαν άνθρωποι αυτό που χρειαζόμαστε είναι να διασκεδάζουμε την ύπαρξή μας. Γιατί όπως έλεγαν και στο χωριό μου «βίος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόκευτος». Καλή διασκέδαση.