Όπως ξέρετε, το χωριό σαν έννοια κρύβει μέσα του αρκετά αρνητικά στοιχεία. Κρύβει όμως και θετικά όπως η αλληλεγγύη.
Στο δικό μου χωριό τη δεκαετία του ’80 είχαμε μια χήρα γιαγιά με έναν κατάκοιτο γιο. Η κακομοίρα δε τα έβγαζε πέρα με την πενιχρή σύνταξη του μακαρίτη και το σύστημα Κοινωνικής Πρόνοιας στην Ελλάδα δεν είχε ακόμη αναπτυχθεί παρά τον πακτωλό χρημάτων που έπεφτε στη χώρα.
Για να τα βγάλει πέρα, έκανε μια φορά την εβδομάδα μια βόλτα στα σπίτια και ζητούσε να της δώσουν ό,τι τρόφιμο περίσσευε. Αυτό μπορεί ν’ ακούγεται λίγο ύποπτο με τα σημερινά δεδομένα, σημειώστε όμως δύο πράγματα:
- Ποτέ της δε ζήτησε χρήματα. Σε αντίθεση με τους «επαίτες» τώρα που αν τους πεις «πάμε να σου πάρω κάτι να φας» ή θα σε βρίσουν ή θα σου ζητήσουν γλυκό και «κοακόλα».
- Έπαιρνε τα πάντα. Δεν είχε «αυτό δε μου κάνει, αυτό να το φας εσύ, εγώ θέλω μόνο κρέας και όχι από χοιρινό».
Για να καταλάβετε, μια φορά που δεν είχαμε κυριολεκτικά τίποτε άλλο, εμείς της δώσαμε μια μουστάρδα ΒΕΜ σ’ εκείνο το γυάλινο βαζάκι το οποίο χρησιμοποιούσαμε και ως θήκη για οδοντογλυφίδες όταν τελείωνε η μουστάρδα.
Έγινε μια κίνηση απ’ όσο ξέρω να της δοθεί κάποιο επίδομα αλλά δεν τράβηξε. Ίσως να μην πληρούσε κριτήρια ή «κριτήρια». Πάντως μέχρι και να φύγω από το χωριό, μια ολόκληρη κοινότητα στήριζε δύο άτυχα πλάσματα χωρίς να ζητά εύσημα ή να το κάνει θέμα.