Όλα ξεκίνησαν απλά. Μία μέρα ακούμπησε το χέρι του άρρωστου παππού και σχεδόν αμέσως, ο χρόνιος βήχας που τον ταλαιπωρούσε σταμάτησε. Στην αρχή κανείς δεν έδωσε σημασία. Μετά από μία εβδομάδα όμως, ακόμη και τα πλέον αδιάφορα από τα εγγόνια του αρχίσανε να παρατηρούν τη θεαματική βελτίωση της υγείας του γέρου.
Σε λιγότερο από έναν μήνα, ο σχεδόν αιωνόβιος άντρας είχε ξανανιώσει. Η μικρή κοινότητα, αφού ασχολήθηκε λίγο με το γεγονός, ξαναγύρισε στην καθημερινότητά της.
Η δεύτερη φορά ήταν φανερά πιο εμφατική. Ο καλός της φίλος ο Αριστείδης, είχε τη μανία να σκαρφαλώνει στα ψηλότερα δέντρα μέχρι που ένα κλαδί και ο νόμος της βαρύτητας αψήφησαν τις ικανότητές του και τον στείλανε στο νοσοκομείο με βαριές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις.
Ο πατέρας του, ο πλουσιότερος άνθρωπος της περιοχής, έταξε αμύθητα πλούτη στους καλύτερους γιατρούς για να σώσουν τον μοναχογιό του αλλά όλοι τους κατέληξαν στο ίδιο συμπέρασμα. Ότι ο Αριστείδης μετρούσε μέρες.
Όταν τον επισκέφθηκε, τον βρήκε ένα βήμα πριν τον άλλο κόσμο. Οι γονείς του καθόταν σε μια γωνιά και δεχτήκαν τις ευχές της για περαστικά, σαν πρώιμα συλλυπητήρια. Στάθηκε δίπλα του και χάιδεψε τις τούφες των μαλλιών του που ξεπροβάλανε άτακτα κάτω από μια σειρά επιδέσμων που τον κάνανε να μοιάζει με τις μούμιες που βλέπανε στο σινεμά.
Το παιδί αντέδρασε σα να το χτύπησε ρεύμα. Το σώμα του έκανε μια καμάρα και τα χείλη του, ασφυκτικά πιεσμένα και αυτά από τους επιδέσμους, φωνάξανε με κόπο ‘’μάνα’’. Οι γονείς του τρέξανε καταπάνω του. Ο πατέρας του με ένα ψαλίδι ελευθέρωσε το στόμα του για να τον ακούσει να ζητά νερό, σα να μη συμβαίνει τίποτε.
Σαν τον τρελό πετάχτηκε έξω από το σπίτι και με όλη την ταχύτητα που του επέτρεπε το σπόρ αυτοκίνητό του, το δεύτερο παιδί του όπως το έλεγε, πήγε στο σπίτι του γιατρού και σχεδόν τον έσυρε στο δωμάτιο του Αριστείδη. Αυτός, καθηγητής πανεπιστημίου παρακαλώ, είχε χάσει τη λαλιά του.
Κανόνισε να μεταφερθεί σε νοσοκομείο της Αθήνας όπου μαζί με τους άλλους διακεκριμένους συναδέλφους του, προσπαθούσαν να καταλάβουν τι ακριβώς είχε συμβεί. Ο Αριστείδης, μέσα σε έξι μήνες, επανήλθε πλήρως στην κατάσταση που ήταν πριν το ατύχημά του. Μετά από ενδελεχείς εξετάσεις, αποφάνθηκαν ότι επρόκειτο για ένα πρωτόγνωρο περιστατικό στην ιστορία της ιατρικής. Στείλανε το μικρό σπίτι του και αρχίσανε να γράφουν μια εργασία, βασιζόμενοι στο πλήθος των σημειώσεων που είχαν κρατήσει όλο αυτό το διάστημα.
Η μάνα του, μια βαθιά θρησκευόμενη γυναίκα, απέδωσε τη γιατρειά του γιού της σε θαύμα. Και τίμησε τον Άγιο Φανούριο, τον προστάτη της περιοχής και προσωπικό της Άγιο, επισκευάζοντας ολόκληρη τη δυτική πτέρυγα του μοναστηριού του. Και δώρισε σιτάρι και κρασί σε όλες τις φτωχές οικογένειες του χωριού.
Όσο για τον Αριστείδη, του απαγορεύτηκε δια παντός να σκαρφαλώσει ξανά σε δέντρο. Και για να είναι πιο σίγουρη, προσέλαβε μια Γερμανίδα νταντά. Μια γυναίκα δύο μέτρα με πλάτες μεγαλύτερες από του Μήτσου του μουγκού που τους έκανε τα θελήματα στα μαγαζιά και το σπίτι.
Ο πατέρας του από την άλλη, ξύπνιος και αυτοδημιούργητος άνθρωπος, δεν πίστεψε στο θαύμα. Γιατί αν και αγαπούσε τον Άγιο όπως όλοι και του είχε κάνει πολλά τάματα, καθ’ όλη τη διάρκεια της περιπέτειας του γιού του, παρέμενε βουβός.
Μετά που ηρέμησε και ξανάφερε στο μυαλό του όλη τη σκηνή που παίχτηκε μπροστά στα μάτια του συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν το χέρι του Αγίου που έκανε καλά το παιδί του αλλά το χέρι της μικρής του φίλης.
Δε μοιράστηκε αυτή του τη σκέψη με κανέναν, παρά μόνο με τον πιο παλιό και πιστό του φίλο, το δάσκαλο. Εκτός του ότι μπορούσε να το έχει τυφλή εμπιστοσύνη, ο Σόλωνας ήταν αντάξιος του ονόματός του. Η ταπεινή θέση που κατείχε, ήταν προσωπική του επιθυμία, μιας και αγαπούσε το χωριό του όσο και τα βιβλία του.
Μόλις τελείωσε με αυτά που είχε να του εκμυστηρευτεί, ο Σόλωνας του ανέφερε θεραπευτές από άλλες εποχές και άλλες θρησκείες. Τους αρχαίους Έλληνες στο ναό του Ασκληπιού που γιατρεύανε με τα όνειρα, τους Σαμάνους της Σιβηρίας που πέφτουνε σε έκσταση και ζητάνε τη βοήθεια των πνευμάτων και τους Ινδούς Αγκόρι, που πίνουν κρασί και ούρα μέσα από ανθρώπινα κρανία.
Του είπε ακόμη ιστορίες της γιαγιάς του για μοναχούς που ήξεραν να κολλάνε κόκκαλα με προσευχές και τυφλές γριές που διώχνανε τον ίκτερο με ξόρκια, σε γλώσσες μυστικές και απόκοσμες. Και όσα είχε βρει μέσα σε βιβλία σαν ιστορίες, δοξασίες και παραδόσεις. Η ανεξήγητη ανάρρωση του Αριστείδη μπορεί να είναι ένα πρωτοφανές ιατρικό φαινόμενο, που απλά περιμένει την εξήγησή του. Όσο για το κορίτσι, οι πιο τρελές θεωρίες στον κόσμο, δημιουργηθήκανε από συμπτώσεις.
Αφού τον παρακάλεσε να μην πει σε κανέναν τίποτα, τον ευχαρίστησε και έφυγε. Όσο και να σεβόταν το μυαλό και τις γνώσεις του όμως, δεν τον είχε πείσει. Μπορεί να μην ήταν γραμματιζούμενος, αλλά τα μάτια του είχαν δει πολλά και τ’ αυτιά του είχαν ακούσει περισσότερα. Σαν πρακτικός άνθρωπος λοιπόν, αποφάσισε να ψάξει μόνος του το θέμα. Γιατί αν μία στο εκατομμύριο συνέβαινε έστω και το μισό απ’ ότι φανταζόταν, το κέρδος θα ξεπερνούσε και τα πιο τρελά του όνειρα.
Και με το κεφάλι του γεμάτο από ιδέες, βημάτισε γοργά προς το μικρό σπίτι του κοριτσιού.