Πίνω καφέ σήμερα το πρωί με τον κουμπάρο μου, σε παρακείμενο στέκι. Πίσω μας κάθεται ζεύγος 30-κάτι. Είναι πασιφανές ότι α) γνωρίζονται, β) δε σχετίζονται μεταξύ τους ερωτικά και γ) ο άντρας προσπαθεί να σχετιστούν φλερτικά. Εδώ να επισημάνω ότι δεν κρυφακούμε αλλά είναι η ένταση και το πάθος της φωνής του που μας κάνει άθελά μας, ωτακουστές.
Της λέει λοιπόν, τι δε της λέει. Για τις διακοπές που μόνον η διαμονή του στοίχισε δύο χιλιάδες ευρώ. Για την εργασία του που τα Σάββατα πάντα είναι εκεί, σήμερα έτυχε να πάρει ρεπό. Για το εξοχικό που θα πάει φέτος διακοπές δέκα μόλις μέτρα από την Κνωσό (μέσα στον αρχαιολογικό χώρο λογικά) και αν είναι περισσότερο από δέκα μέτρα θα σηκωθεί να φύγει, αδιαπραγμάτευτα.
Η κουβέντα πήγε κάπως έτσι μέχρι την ώρα που το ενδιαφέρον έπαψε να υπάρχει και σηκώθηκαν να φύγουν. Μόνο που πριν, ο άντρας παίρνει τη δική της κάρτα και πάει να πληρώσει. Προφανώς τα δέκα μέτρα από τον αρχαιολογικό χώρο, τον έχουν στριμώξει. Κι εντάξει, δεν πειράζει που είναι φιδέμπορας* (ο πρώτος ή ο τελευταίος;), πειράζει όμως που δεν είχε την ευθιξία να κεράσει τον καφέ.
*φιδέμπορας, ο (ουσ.) ο άντρας που προσπαθεί να εντυπωσιάσει λέγοντας υπερβολικά ψέματα, που όμως δε μπορεί να υποστηρίξει.